Προγράμματα σε δύσκολους καιρούς
Οι τρεις οικονομικές κρίσεις που έχει περάσει η χώρα μας την τελευταία 10ετία και η “ανάποδη” σκέψη για αξιόπιστη απάντηση.
Του Νίκου Χριστοδουλάκη*
Σε παλιότερες εποχές, τα προγράμματα των κομμάτων αποτύπωναν τις θέσεις τους για το πώς πρέπει να αλλάξουν οι κοινωνίες σε ένα μακρύ χρονικό διάστημα και πώς κάθε κατηγορία πολιτών θα συναντούσε το όραμα της. Για αυτό τυπωνόταν και σε καλό χαρτί για να διατηρούνται εύχρηστα μέχρι τις επόμενες εκλογές που ίσως χρειαζόταν κάποια προσθήκη. Συνήθως μικρή πάντως και χωρίς να κλονίζει τα βασικά στοιχεία της ιδεολογίας, ούτε καν ίσως της πολιτικής οπτικής που χαρακτήριζε τα προηγούμενα σχέδια.
Αυτή η προγραμματική μακαριότητα ανήκει πια στο παρελθόν, όπως ακριβώς και το χαρτί εκτύπωσης. Σήμερα, προγράμματα, πλαίσια και σχέδια είναι κείμενα που γράφονται στον βρασμό των γεγονότων, έτοιμα να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή και μάλιστα χωρίς την πολυτέλεια να κατανοείται σε βάθος τι ακριβώς προκάλεσε την ανάγκη αναθεώρησης. Μια τέτοια κατάσταση βιώνουμε σήμερα σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα όμως στην Ελλάδα. Η χώρα μας την τελευταία δεκαετία έχει διανύσει τρεις διαδοχικές οικονομικές κρίσεις με πολύ διαφορετική προέλευση και διαφορετική προετοιμασία αντιμετώπισης, αλλά δυστυχώς με την ίδια τελική συνέπεια: την ύφεση που όλο μεγαλώνει.
Πρώτα ήταν η κρίση χρέους, που οδήγησε στα Μνημόνια και κατέληξε σε μία αδυσώπητη εφαρμογή λιτότητας με το αιτιολογικό ότι όσοι αμάρτησαν δημοσιονομικά πρέπει να τιμωρηθούν πριν κατανοηθεί το μάθημα και επέλθει η κάθαρση. Τελικά η κάθαρση δεν ήρθε, και σήμερα το ελληνικό πρόβλημα της προηγούμενης δεκαετίας εξάρεται μεν ως παράδειγμα αλληλεγγύης λόγω του ευρωπαϊκού δανεισμού αλλά και ως πείραμα αυτοκαταστροφής που δεν πρέπει να επαναληφθεί. Η ύφεση πάντως επιτάθηκε ακόμα περισσότερο και αφάνισε το 25% του ΑΕΠ της χώρας. Όταν τα Μνημόνια έληξαν το 2018, τα προγράμματα των κομμάτων άρχισαν να καταπιάνονται πώς θα ξαναγίνουν παραγωγικές επενδύσεις και θα επανέλθει περισσότερη και πιο αξιοπρεπής απασχόληση, αλλά χωρίς να επιτευχθεί κάποια θεαματική βελτίωση.
Η δεύτερη κρίση ήρθε με την μορφή πανδημίας που ακινητοποίησε την κοινωνική ζωή και πολλές οικονομικές κατηγορίες, εγχωρίως και διεθνώς. Το μεγαλύτερο κόστος ήταν σε ανθρώπινες ζωές, στοίχισε όμως επίσης πολύ σε όρους εκπαίδευσης, κινητικότητας, και δημιουργικότητας. Και φυσικά πάλι ύφεση διαρκείας. Αυτή την φορά όμως, τα εργαλεία άλλαξαν και κρίθηκε ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί – όχι με λιτότητα όπως έγινε με την Ελλάδα – αλλά αντιθέτως με αδιάκοπη δημοσιονομική επέκταση που θα συγκρατούσε κάπως την μείωση της ζήτησης. Στην Ελλάδα, η πολιτική αυτή πήρε τα χαρακτηριστικά φρενίτιδας και εκτίναξε το χρέος σε δραματικά επίπεδα, χωρίς όμως ηθικοπλαστικά κηρύγματα αυτή την φορά.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση πήρε την μεγάλη απόφαση για το Ταμείο Ανάκαμψης προκειμένου να χρηματοδοτήσει την Πράσινη Μετάβαση και τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό των χωρών-μελών. Οι παλιές μορφές παραγωγής ενέργειας μπήκαν στην άκρη, και όλοι επιζητούσαν την στροφή σε ήπιες και ανανεώσιμες τεχνολογίες. Νέα προγράμματα και προτάσεις για το πώς η δυναμική αυτή θα επιταχυνθεί, ακόμα και αν οι προθεσμίες απομάκρυνσης των λιγνιτικών μονάδων φάνταζαν υπερβολικά αισιόδοξες ακόμα και στους μη-ειδικούς.
Η τρίτη κρίση ξέσπασε λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και έφερε πάλι ύφεση σε όλες σχεδόν τις οικονομίες. Αυτή την φορά όμως επέφερε δραστικές περικοπές στα ενεργειακά καύσιμα (ιδίως στο φυσικό αέριο), εκτοξεύτηκε ο πληθωρισμός σε διψήφια επίπεδα και επίσης επανήλθε η χρήση ορυκτών καυσίμων που είχε μόλις αποσυρθεί. Οι προθεσμίες που τόσο επιπόλαια είχαν ανακοινωθεί, τώρα εγκαταλείφθηκαν και όλοι τώρα τρέχουν να μαζέψουν τον πληθωρισμό πριν προλάβει να εκτοξεύσει τα επιτόκια δανεισμού και μαζί τους το δημόσιο χρέος. Στην χώρα μας, η δημοσιονομική φρενίτιδα της πανδημίας θα ανακοπεί κάποια στιγμή και αυτό ίσως τροφοδοτήσει νέα υφεσιακά κύματα στην οικονομία. Τα προγράμματα και πάλι ξαναγράφονται για να μπορούν να ενσωματώσουν τις συνεχείς αλλαγές του οικονομικού και γεωπολιτικού τοπίου, αλλά πλέον με μια αίσθηση ματαιοπονίας γιατί η ύφεση αποδεικνύεται πάντα πιο επινοητική.
Τι μαθαίνουμε άραγε από αυτή την περιδίνηση των ευρωπαϊκών οικονομιών και ιδιαίτερα της δικής μας; Ποια ακριβώς πολιτική πρέπει να υιοθετηθεί για να αντιμετωπίσει την αβεβαιότητα που κάνει την οικονομία να δέχεται διαρκώς πλήγματα, διαφορετικής προέλευσης αλλά ίδιας τελικής στόχευσης στην ύφεση;
Θεωρητικά, υπάρχουν τρεις αρχές που πρέπει να τηρήσει κάποιος. Πρώτον, να εστιάσει όχι στα κάθε φορά μεταβαλλόμενα αίτια των κρίσεων αλλά στις βαθύτερες και μονιμότερες συνέπειες που αφήνουν σε κάθε οικονομία. Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει να ενδυναμώσει την παραγωγική της ικανότητα έτσι ώστε να μετριάζει τα πλήγματα και να μπορεί να ξαναπαίρνει μπροστά πιο εύκολα. Καμμία τέτοια συστηματική φροντίδα δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα. Τα μεν Μνημόνια αφάνισαν σημαντικό μέρος υποδομών και επενδύσεων, ενώ μεγάλο μέρος των τραπεζικών καταθέσεων διέφυγε στο εξωτερικό όταν κυριαρχούσε η απειλή του Grexit. Ακόμα και σήμερα, τα περισσότερα δεν έχουν επαναπατριστεί και όσα το κάνουν στρέφονται περισσότερο στα ακίνητα παρά σε επενδύσεις και παραγωγικές επιχειρήσεις. Μερικές εμβληματικές ξένες επενδύσεις που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια ήταν σημαντικές, απέχουν όμως πολύ από το να δημιουργήσουν μια κρίσιμη μάζα που θα προσελκύει όλο και περισσότερες.
Δεύτερον, το ανθρώπινο δυναμικό πρέπει να έχει γνώσεις και προσόντα που το κάνουν ικανό να αποκτά και την επόμενη γενιά γνώσεων και έτσι να παραμένει διαρκώς έτοιμο να κατανοήσει και να εφαρμόσει τις τεχνολογικές εξελίξεις. Η πανδημία επέφερε ένα μεγάλο πλήγμα στην διαδικασία εκπαίδευσης και τώρα χρειάζεται ηράκλεια προσπάθεια για να αρχίσει να καλύπτεται το κενό.
Τρίτο και πιο σημαντικό όμως είναι η ανθεκτικότητα της κοινωνίας. Δηλαδή η ικανότητα της να αποφύγει την δημογραφική παρακμή με κίνδυνο να καταντήσει έτσι μία χώρα γερόντων που προσελκύει μόνο άλλους γέροντες από το εξωτερικό, αλλά διώχνει τους νέους επειδή αυτοί θα πρέπει να αναλαμβάνουν να καλύψουν το κόστος και τις υποχρεώσεις για διάφορες ανάγκες – από το ασφαλιστικό έως την άμυνα.
Με λίγα λόγια, ο μοναδικός τρόπος να απαντήσει κάποιος αξιόπιστα στην μακρά κρίση που μαστίζει παραγωγικά, εκπαιδευτικά και δημογραφικά την ελληνική κοινωνία είναι να σκεφτεί ανάποδα: δηλαδή όχι μόνο τι χρειάζονται όσοι μείνουν στην Ελλάδα για να μπορέσουν να ζήσουν καλύτερα, αλλά πρωτίστως τι χρειάζονται όσοι κινδυνεύουν να φύγουν για να παραμείνουν εδώ και να θέσουν τα θεμέλια μιας στέρεης και καθολικής ευημερίας.
Αλλιώς, όταν οι νέοι εγκαταλείπουν την χώρα, ακόμα και τα καλύτερα προγράμματα θα ξεμείνουν από πόρους και θα καταρρεύσουν. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται όλα τα κόμματα να δουν τι μπορούν να προσφέρουν στην Νέα Γενιά για να μείνει, να παράγει και να στεριώσει. Και αυτό θα είναι ένα λαμπρό πεδίο σύγκρισης και αξιολόγησης, πολύ πιο χρήσιμο και ουσιαστικό από τις τηλεοπτικές αψιμαχίες και τα ακατανόητα συνθήματα εχθροπάθειας που εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν.
*Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι επικεφαλής του ΙΝΣΟΣΙΑΛ, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Υπουργός. Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην σελίδα news247.gr στις 13/5/2022