Πώς μπορεί να συμβάλει η Ελλάδα στην αναζωογόνηση της ΕΕ
Του Νίκου Χριστοδουλάκη*
Κατά κοινή ομολογία, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) τα τελευταία χρόνια υφίσταται αλλεπάλληλες κρίσεις, οι οποίες την έχουν αποδυναμώσει, μεγέθυναν τις εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ κρατών και τελικά την έκαναν να φαίνεται ανήμπορη να αντιμετωπίσει τις νέες απειλές που εμφανίστηκαν εφέτος με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον ενεργειακό εκβιασμό της Ρωσίας. Σε αυτές τις κρίσεις η Ελλάδα είτε υπέστη το μεγαλύτερο κόστος – όπως στην κρίση χρέους και τα μνημόνια – είτε εξακολουθεί να είναι πιο ευάλωτη στον εισαγόμενο πληθωρισμό και στις πιέσεις στο εξωτερικό ισοζύγιο, πράγμα που υπονομεύει τη μακροχρόνια ανάκαμψη της οικονομίας της. Και άλλες όμως χώρες του ευρωπαϊκού Νότου υπέστησαν ακραίες συνέπειες τόσο οικονομικά όσο και υγειονομικά, όπως για παράδειγμα η Ιταλία στην πανδημία ή η Ισπανία προσφάτως με τα στεγαστικά δάνεια και την πίεση που προκαλούν τα υψηλά επιτόκια στα πιο φτωχά νοικοκυριά.
Σε αντίθεση πάντως με την περιρρέουσα απαισιοδοξία για το μέλλον της ΕΕ, το παρόν άρθρο επιχειρηματολογεί ότι – υπό ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις – οι συσσωρευμένες κρίσεις μπορούν να δράσουν ως μια «δημιουργική καταστροφή» του ξεπερασμένου μοντέλου όπου κυριαρχούσε ο γαλλογερμανικός άξονας και ακόμα συχνότερα η γερμανική υπεροψία και η περιφρόνηση των χωρών του Νότου. Η περιθωριοποίηση της Ελλάδας ως ισότιμου μέλους και συνδιαμορφωτή εξελίξεων ήταν το συνηθέστερο σύμπτωμα της τελευταίας δεκαετίας και προκάλεσε κύματα αντιευρωπαϊσμού στη χώρα μας, πράγμα που πρέπει να αλλάξει δραστικά. Ας δούμε όμως πρώτα τις κύριες επιπτώσεις των αλλεπάλληλων κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας και τις νέες προκλήσεις που θέτουν:
- Οικονομική κρίση: Εν αρχή ήλθε το 2010 η κρίση χρέους της Ελλάδας και μετά όλων των χωρών του Νότου, στην οποία η ΕΕ βρέθηκε απροετοίμαστη, απάντησε με μεγάλη καθυστέρηση και με ένα σχέδιο αναχρηματοδότησης χρέους που ήταν βασισμένο στην ομοιοπαθητική. Δηλαδή, μια χώρα που είχε πάθει ασφυξία ρευστότητας την υποχρέωνε να εφαρμόσει μια απηνή πολιτική λιτότητας που βάθαινε ακόμα περισσότερο την ύφεση, πετσόκοβε και άλλο τις δημόσιες επενδύσεις και τελικά στράγγιζε ακόμα περισσότερο τη ρευστότητα.
Πρόσφατα τη λογική αυτή των μνημονίων την αποκήρυξαν κορυφαίοι παράγοντες της ΕΕ, αλλά ακόμα και οι ίδιοι διαπρύσιοι ιεροκήρυκες της λιτότητας (όπως για παράδειγμα η κατά συρροή εσχάτως μετανοούσα Ανγκελα Μέρκελ). Το κακό όμως είχε γίνει και χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία μέχρι το 2021 δεν είχαν επανέλθει στα προ της κρίσεως επίπεδα δραστηριότητας, απασχόλησης και ευημερίας (στοιχεία κατά κεφαλήν ΑΕΠ, πηγή Ameco, EE). Ακόμα χειρότερα όμως και η ευρωζώνη έχει εγκλωβιστεί σε μια πορεία χαμηλής ανάπτυξης και ύφεσης, όπως προλέγουν όλες οι σχετικές αναλύσεις. Τα συμπεράσματα είναι προφανή και θα πρέπει να αποτελέσουν τον γνώμονα στη διαμόρφωση των νέων προσανατολισμών της ΕΕ, ιδιαίτερα μάλιστα με αφορμή τη συζήτηση για αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Εάν η ΕΕ επιθυμεί πραγματικά το Σύμφωνο να αποτελέσει ένα εργαλείο δημοσιονομικής σταθερότητας και όχι κοινωνικής αποσταθεροποίησης, πρέπει αφενός μεν να προβλέψει έναν μόνιμο μηχανισμό χρηματοδότησης των οικονομιών που αντιμετωπίζουν μεγάλη απειλή ύφεσης και αφετέρου να θέτει όρια στα εξωτερικά ισοζύγια των χωρών-μελών ώστε να αποτρέπει τις μεγάλες ανισορροπίες μεταξύ Βορρά – Νότου. Μια χώρα με αυξανόμενα εξωτερικά ελλείμματα πρέπει να κάνει περιστολές, ενώ μια με πλεονάσματα πρέπει να ξοδέψει περισσότερα για να αυξήσει τις εξαγωγές των άλλων μελών για να επέλθει μια καλύτερη ισορροπία.
- Κρίση πανδημίας: Δέκα χρόνια μετά το χρέος, η ΕΕ, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, δέχθηκε την επέλαση της πανδημίας, αλλά αρχικά και πάλι δεν έδειξε πρόθυμη να αναλάβει κοινή δράση και να συντονίσει την υγειονομική άμυνα των χωρών-μελών. Και πάλι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου στάθηκαν αφορμή για αλλαγή της στάσης της, όταν χτύπησε συναγερμός με την πανωλεθρία του Μπέργκαμο στην Ιταλία. Με μια απόφαση-σταθμό αποδέχθηκαν τη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ζήτημα τώρα είναι πώς οι χώρες του Νότου θα πρωτοστατήσουν για τη μονιμοποίησή του έτσι ώστε να ενεργοποιείται και σε άλλες ανάλογης κλίμακας απειλές που θα μας έλθουν στο μέλλον.
- Κρίση ασφάλειας: Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ΕΕ ένιωσε το πόσο εύθραυστη είναι η αίσθηση ειρήνης που παγιώθηκε μεταπολεμικά, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Μέχρι τότε, χώρες όπως η Γερμανία, η Σουηδία και η Φινλανδία είχαν επαναπαυθεί στην ομπρέλα του ΝΑΤΟ και διοχέτευαν μεγάλο μέρος των δημόσιων δαπανών σε υποδομές και άνοδο της παραγωγικότητας, αυξάνοντας έτσι την απασχόληση και ευημερία των πολιτών τους. Αντίθετα οι άλλες χώρες – μεταξύ των οποίων όλες ανεξαιρέτως του ευρωπαϊκού Νότου – ήταν αυτές που χρηματοδοτούσαν τους εξοπλισμούς του ΝΑΤΟ, στερώντας έτσι τις οικονομίες τους από άλλες παραγωγικές και χρήσιμες επενδύσεις. Μάλιστα η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι με τις δαπάνες εξοπλισμών συμβάλλει συνολικά στην ενίσχυση της ΕΕ, δεν έχει καταφέρει να διασφαλίσει ούτε καν την αυτονόητη συμπαράσταση όταν δέχεται τις τουρκικές απειλές.
Η αφύπνιση μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία φαίνεται αρχικά να ευνόησε τη διαμόρφωση της Στρατηγικής Πυξίδας της ΕΕ, δηλαδή ένα κοινό αμυντικό πλαίσιο για την προάσπιση της ασφάλειας όλων των χωρών της Ενωσης. Αμέσως η Γερμανία δεσμεύτηκε ότι θα διαθέσει 100 δισ. ευρώ για άμυνα και εξοπλισμούς, πράγμα το οποίο δυνητικά θα μπορούσε να ελαφρύνει τις υπέρογκες αμυντικές δαπάνες που κάνει ο ευρωπαϊκός Νότος και ιδιαίτερα η Ελλάδα για να προστατεύουν και τους υπόλοιπους. Δυστυχώς όμως μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία εξέλιξη για το πότε και πώς θα διατεθεί το γερμανικό πακέτο και η μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι ο προϋπολογισμός άμυνας της Γερμανίας για το 2023 είναι μειωμένος κατά 300 εκατ. ευρώ! Η ανάγκη συντονισμού και αντίδρασης των χωρών του Νότου είναι πλέον επιτακτική ώστε να καταδείξει τις υποχρεώσεις που έχουν όλοι αλλά και να αναγκάσει τη Γερμανία να φέρεται με μεγαλύτερη υπευθυνότητα έναντι των άλλων χωρών.
- Ενεργειακή κρίση: Η στρατηγική της Ρωσίας να απαντήσει στις ευρωπαϊκές κυρώσεις με τον περιορισμό της προμήθειας φυσικού αερίου δεν προκάλεσε μόνο ένα κύμα ακρίβειας που πλήττει τα νοικοκυριά, αλλά επίσης αποκάλυψε την πρωτοφανή αμέλεια που είχαν επιδείξει μέχρι σήμερα οι περισσότερες χώρες της ΕΕ για να διασφαλίσουν επαρκή αποθέματα καυσίμων σε περιπτώσεις εμπάργκο και εκβιασμών. Ω του θαύματος, όμως, αυτή τη φορά η πιο απερίσκεπτη χώρα βρέθηκε να είναι η Γερμανία, ενώ οι χώρες του Νότου είχαν εγκαίρως προνοήσει να έχουν αποθηκευτικούς χώρους φυσικού αερίου, με προεξάρχουσα την Ισπανία και να ακολουθούν Πορτογαλία, Ιταλία, Γαλλία, ακόμα και η Ελλάδα.
Επίσης στον τομέα της ενεργειακής ακρίβειας, η ΕΕ έχει δείξει μέχρι σήμερα τον χειρότερο εαυτό της με κινήσεις (όπως το περίφημο πλαφόν) που συνιστούν είτε άγνοια για το πώς δουλεύει το σύστημα τιμολόγησης είτε «δούλεμα» προς τα κράτη που αγωνιούν περισσότερο για το κύμα κοινωνικής δυσαρέσκειας που αντιμετωπίζουν. Οι χώρες του Νότου έχουν κάθε λόγο να πρωτοστατήσουν και σε αυτό το πεδίο και να προωθήσουν μια νέα στρατηγική που θα βασίζεται στην επάρκεια των υποδομών αποθήκευσης και τροφοδοσίας, την αντιμετώπιση των εκρηκτικών τιμών και την αξιόπιστη μετάβαση σε ένα καθεστώς ολοένα και λιγότερης εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα. Προφανώς πάλι θα χρειαστούν χρήματα, μεγάλο μέρος των οποίων πρέπει να συνεισφέρουν οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά. Δεν θα είναι πάντως αυτό ένα τόσο σημαντικό πρόβλημα, αρκεί η Γερμανία τα 200 δισ. ευρώ που σχεδιάζει να δώσει μόνο στη δική της βιομηχανία να τα δώσει για ένα κοινό ενεργειακό πρότζεκτ που θα σώσει και την ίδια από μελλοντικά εμπάργκο.
Φαίνεται λοιπόν καθαρά ότι μέλλον για την ΕΕ υπάρχει και είναι σπουδαίο, αρκεί η χορεία των πλούσιων και υπεροπτικών χωρών να αποδεχθεί ορισμένα κρίσιμα διδάγματα των τελευταίων κρίσεων, να λειτουργήσει με βάση την ισοτιμία και την αλληλεγγύη των μελών και φυσικά να δημιουργήσει νέα χρηματοδοτικά και στρατηγικά εργαλεία που κυρίως αυτές θα πληρώσουν. Ο ρόλος των χωρών του Νότου μπορεί να είναι καταλυτικός και η Ελλάδα οφείλει να πρωτοστατήσει γιατί όχι μόνο θα ανακτήσει τον ρόλο της στην ΕΕ, αλλά θα ωφεληθεί άμεσα και η ίδια.
Περιέργως όμως τα τελευταία χρόνια καμία σχεδόν σχέση συνεργασίας ή συντονισμού της Ελλάδας δεν επιδιώκεται με την Ισπανία και την Πορτογαλία, ενώ τώρα με την Ιταλία εξατμίστηκαν και οι λίγες επαφές που είχαν καλλιεργηθεί με την κυβέρνηση Ντράγκι. (Σημειωτέον ότι οι εξοπλιστικές συμμαχίες με τη Γαλλία είναι μεν απόλυτα χρήσιμες για την Ελλάδα, δεν αποτελούν όμως υποκατάστατο άλλων στρατηγικών που είναι απαραίτητες για την αναζωογόνηση της Ενωσης συνολικά.) Κατά συνέπεια, αυτή η ανεξήγητη έλλειψη μιας συστηματικής συνεργασίας μας με τις χώρες της Ιβηρικής πρέπει επειγόντως να αντιμετωπιστεί και η Ελλάδα μαζί με τις άλλες χώρες του Νότου να δράσουν όλες μαζί ως πείσμονες φορείς της αναγκαιότητας μιας νέας, αποτελεσματικής και αλληλέγγυας Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει!
*Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι Επικεφαλής του ΙΝΣΟΣΙΑΛ, καθηγητής ΟΠΑ και πρώην υπουργός. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα «Το Βήμα», 31.12.2022