Εργασία με αξιοπρέπεια και ασφάλεια
Του Παναγιώτη Βλάχου*
Η πανδημία και η κρίση που την ακολουθεί πλήγωσαν ακόμη περισσότερο την εργασία. Δεν είναι μόνο η «αναγκαστική αργία» στην οποία βρέθηκαν εκατομμύρια εργαζόμενοι στον πλανήτη εξαιτίας του κορωνοϊού, οι χαμηλότερες αμοιβές, η αποδυνάμωση των συνδικάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο γρίφος της τηλεργασίας αλλά και η ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής.
Στην Ελλάδα πέρσι ψηφίστηκε ένας από τους πιο αντεργατικούς νόμους στην Ευρώπη, που μάλιστα σχολιάστηκε αρνητικά εκτός συνόρων. Οι πληρωμένες υπερωρίες αντικαταστάθηκαν με «ρεπό», οι ατομικές συμβάσεις υποκατέστησαν τις συλλογικές, η Επιθεώρηση Εργασίας γνωμοδοτεί λες και είναι …ΜΚΟ. Για άλλη μια χρονιά, η κυβέρνηση περιμένει ως «μάννα» τον θερινό τουρισμό για να βγουν τα σπασμένα του χειμώνα, να βελτιωθούν τα δημόσια έσοδα, να δουλέψουν σεζόν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, οι περισσότεροι από αυτούς σε πιεστικές και ανεξέλεγκτες συνθήκες και σε ιδιοκτησίες ξένων συμφερόντων που πολλαπλασιάζονται και αφελληνίζουν την ελληνική οικονομία.
Οι εποχές έχουν αλλάξει και η συζήτηση για τον ρόλο της εργασίας δεν μπορεί να γίνεται μόνο στο όνομα της ανταγωνιστικότητας. Η συνταγή «φτηνή εργασία – περισσότερες επενδύσεις» δεν είναι μοντέλο ανεπτυγμένης δυτικής χώρας και στην πράξη δεν δούλεψε όταν επιβλήθηκε από την Τρόικα. Σήμερα προοδευτικές κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους να αυξήσουν την παραγωγικότητα του εργαζόμενου αυξάνοντας το μισθό, μειώνοντας τα μη μισθολογικά κόστη και τους έμμεσους φόρους που τσακίζουν τη μεσαία τάξη, εφαρμόζοντας εργασία 4 ημερών, επιδοτώντας το ενοίκιο, δίνοντας βάρος στην προσχολική εκπαίδευση για όσους κάνουν οικογένεια κ.α.
Η αλήθεια είναι σκληρή. Αν στα χρόνια των γονιών μας το εισόδημα από την εργασία ήταν σχεδόν εγγύηση για μια καλύτερη ζωή, τώρα μπορεί να αποτελεί ακόμη και παγίδα φτώχειας, δεδομένης της ακρίβειας σε βασικά προϊόντα, ενέργεια, ενοίκιο, μεταφορές κλπ. Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης έχουν «χάσει» περίπου το 10% της αξίας του μισθού τους, ενώ οι part-timers σχεδόν το 28%. Περίπου 800.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα εισπράττουν μέχρι 400 ευρώ μεικτά. Το δίλημμα είναι «ανεργία και φτώχεια» ή «δουλειά και φτώχεια». Ποιος μπορεί να αποταμιεύσει, να εξασφαλίσει αξιοπρεπή περίθαλψη και σύνταξη, να κάνει σχέδια, να πιστέψει σε θεσμούς ή σε «κανονικότητες» σε ένα τέτοιο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον;
Σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός, ενώ Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωκοινοβούλιο ήρθαν σε συμφωνία για την Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς την επόμενη διετία. Αλλά με τον υπερπληθωρισμό, τα όποια οφέλη έχουν εξανεμιστεί. Τα «ελάχιστα» δεν αποδίδουν όταν ζούμε σε περιόδους αβεβαιότητας και οι κρίσεις θα κλονίζουν τις ζωές μας. Η εργασία πρέπει να γίνει ξανά ο στυλοβάτης της ελπίδας για καλύτερες μέρες και ποιότητα ζωής. Ο στόχος πρέπει να είναι πολλές, καλά αμειβόμενες δουλειές με αξιοπρέπεια, προστασία και ασφάλεια, όχι σύγχρονες γαλέρες και αρπαχτές. Να συζητά το κράτος με τα συνδικάτα και την αγορά και μαζί να καθορίζουν τον κατώτατο μισθό, να δεσμεύονται σε κοινά προγράμματα εκπαίδευσης και επανένταξης των εργαζομένων στην αγορά εργασίας, κατάρτιση με ψηφιακές δεξιότητες για όλους. Να υπάρχει πρόβλεψη, με τη μορφή ρήτρας, σε κάθε νόμο για επενδύσεις, που να δίνει δουλειά σε ανέργους, γυναίκες, ευάλωτες ομάδες. Να ξαναδούμε τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και τη μείωση των έμμεσων φόρων σε συνδυασμό με την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, να εφαρμόζονται οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις και να λειτουργήσει ξανά η Επιθεώρηση Εργασίας. Να αποκτήσουν πλήρη δικαιώματα όσοι εργάζονται από το σπίτι, πλατφόρμες και υπηρεσίες ντελίβερι. Όλα τα παιδιά να εντάσσονται σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, χωρίς κόστος για την οικογένεια. Και φυσικά, να εφαρμοστεί στην πράξη ο ίσος μισθός για άνδρες-γυναίκες και αυστηρή νομοθεσία για παρενόχληση, διακρίσεις και βία στους χώρους εργασίας.
*Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και μέλος της Ομάδας Προγράμματος ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ιστοσελίδα athensvoice.gr