Οι κίνδυνοι από την αποσάθρωση του φυσικού κεφαλαίου
Του Κώστα Μητρόπουλου*
Η θετική σχέση επενδύσεων και οικονομικής ανάπτυξης είναι ισχυρή και ακαδημαϊκά καλά μελετημένη. Οι επενδύσεις ενσωματώνουν στην παραγωγή νέες τεχνολογίες, αυξάνουν την παραγωγικότητα και βελτιώνουν τα εισοδήματα, τροφοδοτώντας έτσι συνολικά την ανάπτυξη. Οσο πιο γρήγορα αναπτύσσεται η οικονομία, τόσο περισσότερες επενδύσεις ζητάει, δημιουργώντας έτσι έναν ενάρετο κύκλο που αυτοσυντηρείται.
Η κρίση οδήγησε στην κατακρήμνιση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 25%. Μετά την πανδημία, η οικονομική ανάπτυξη της χώρας βρέθηκε κοντά στο 2,5% κατά μέσον όρο, αλλά πρόσφατα παρουσίασε σημάδια κόπωσης, με την τελευταία εκτίμηση στο 1,7%. Από το 2008 και μετά η Ελλάδα υπέστη διπλή μείωση του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Συρρικνώθηκαν οι φυσικές επενδύσεις από 24% του ΑΕΠ το 2008 στο 11% το 2014 και ανέκαμψαν περίπου στο 15% το 2024, ενώ σταδιακά το κεφάλαιο απαξιώθηκε τεχνολογικά και φυσικά. Σε πρόσφατη μελέτη, η Eurobank εκτιμά ότι οι αποσβέσεις παγίου κεφαλαίου στα χρόνια της κρίσης ήταν περίπου 15% του ΑΕΠ, υπολειπόμενες των νέων επενδύσεων. Ως αποτέλεσμα, το σημερινό λειτουργούν φυσικό κεφάλαιο στην οικονομία είναι 7% μικρότερο από ό,τι ήταν το 2010 και μαζί με τη μειωμένη κατά περίπου 16% παραγωγικότητα βάζουν μια αόρατη φραγή στην ανταγωνιστική ανάπτυξη.
Το 2008 από το σύνολο 56 δισ. ευρώ φυσικών επενδύσεων, το 35% (21 δισ. ευρώ) όδευσε στην κατασκευή κατοικιών. Το 2024, από τα 35 δισ. ευρώ σύνολο, οι κατοικίες απορρόφησαν μόνον 5,5 δισ. ευρώ, ενώ συρρικνώθηκαν και οι επενδύσεις σε βιομηχανία, μεταποίηση, γεωργία, ενέργεια, ορυχεία και μεταφορές. Επιπλέον, χάθηκε το 33% των ετήσιων επενδύσεων σε υποδομές, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά άλλες επενδύσεις, ενισχύοντας την υστέρηση.
Πέντε παράγοντες συνεισφέρουν στην επενδυτική ένδεια. Τα κεφάλαια που κινητοποιούν επιχειρηματίες και επενδυτές προσδοκούν ανταγωνιστικές με άλλες τοποθετήσεις αποδόσεις με μικρούς ορίζοντες, προσδοκίες που γενικά δεν ταιριάζουν με τα χαρακτηριστικά των φυσικών επενδύσεων. Τα κατά τεκμήριο μικρά οικονομικά μεγέθη της συντριπτικής πλειοψηφίας των επιχειρήσεων (98% των οποίων είναι μικροεπιχειρήσεις) δεν επιτρέπουν την κινητοποίηση σημαντικών κεφαλαίων. Η προετοιμασία επενδύσεων χρειάζεται χρόνο, έξοδα, επιχειρηματικές δεσμεύσεις και τεχνική σαφήνεια, απαιτήσεις μη συμβατές με μικρά εταιρικά μεγέθη. Οι θεσμικοί και κανονιστικοί περιορισμοί, σε όλους πρακτικά τους κλάδους, είναι ταυτόχρονα βαρείς και διαρκώς μεταβαλλόμενοι, διογκώνοντας τους κίνδυνους οικονομικής «δυσμορφίας» και καθυστέρησης των επενδύσεων. Τέλος, η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων είναι ακόμη δύσκολη, με τα μέσα επιτόκια δάνειων 0,5% υψηλότερα από ό,τι στην Ευρωζώνη (στοιχεία ΙΟΒΕ) και λίγα διαθέσιμα θεσμικά ίδια κεφαλαία.
Με απλά λόγια, είναι απίθανο να αυξηθούν γρήγορα οι επενδύσεις σε σχέση με το ΑΕΠ σε ένα περιβάλλον όπου οι επιχειρηματικές προσδοκίες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν εύκολα, οι επιχειρήσεις είναι μικρές, οι ορίζοντες σχεδιασμού περιορισμένοι, η προετοιμασία πλημμελής, οι θεσμικοί κίνδυνοι μεγάλοι και τα κεφάλαια ακριβά και δύσκολα. Είναι επίσης αδύνατον η οικονομία, οδηγούμενη κυρίως από την κατανάλωση, να αναπτυχθεί με ρυθμούς τέτοιους που να ενισχύουν γρήγορα τη σχετική θέση της χώρας στη διεθνή αγορά.
Στις σημερινές οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες υπάρχουν ευρύτεροι χώροι με μεγάλους πολλαπλασιαστές, σημαντικά περιθώρια αύξησης της προστιθέμενης αξίας και εξαγωγικές δυνατότητες, όπου οι αναμενόμενες αποδόσεις των φυσικών επενδύσεων μπορούν να αποτελέσουν σημεία έλξης κεφαλαίου. Οι υποδομές, η ενεργειακή μετάβαση, η αμυντική βιομηχανία, τα φάρμακα, τα αγροτικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα προϊόντα μετάλλων και η παραγωγή εξαρτημάτων είναι μερικά παραδείγματα. Ο χώρος των υποδομών είναι ο προσφορότερος για την έναρξη της επιτάχυνσης των επενδύσεων λόγω του υψηλού πολλαπλασιαστή του. Το άνοιγμα των αγορών, η καλύτερη ρύθμιση και η σταθεροποίηση κρατικών διαδικασιών, κανονισμών και φορολογίας αποτελούν συνολικά απαραίτητες προϋποθέσεις διατηρήσιμης επιτάχυνσης. Η διευκόλυνση της συγκέντρωσης προσφοράς και ζήτησης, για να αυξηθεί το μέγεθος των εταιρειών και οι συνεργασίες (clustering) μεταξύ τους, και το συστηματικό «καθάρισμα εδάφους» για επενδύσεις πρέπει να μεταφραστούν σε στοχευμένες και σωστά παραμετροποιημένες πολιτικές και να εφαρμοστούν με συνέπεια. Τέλος, οι τράπεζες πρέπει να πλοηγηθούν προς την ανάληψη μεγαλύτερου επιχειρηματικού κινδύνου σε φυσικές επενδύσεις μεσαίων και μικρών εταιρειών, με βάση κυρίως το επιχειρηματικό τους σχέδιο και όχι τις εμπράγματες εξασφαλίσεις.
Συμπερασματικά, η γρήγορη αύξηση των επενδύσεων ως μέρος του ΑΕΠ είναι το μόνο μονοπάτι ανάπτυξης και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Οι μόνιμες, πλέον, δομικές και συνάμα δυναμικές παραμορφώσεις και αστοχίες που φρενάρουν τις επενδύσεις μπορούν να αρθούν μόνο με νέες καλοδουλεμένες πρακτικές προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν τις υποκείμενες αιτίες.
*Ο κ. Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής» 28.09.2025