Εκδήλωση του InSocial: oι σύγχρονες και οι μελλοντικές προκλήσεις του αγροδιατροφικού τομέα
Πολύτιμα δεδομένα, προγραμματικές προτάσεις και παρουσίαση των σύγχρονων τάσεων και σχεδίων οργάνωσης της αγροδιατροφικής παραγωγής παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση του διοργάνωσε την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023 στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών το Ινστιτούτο για την Σοσιαλδημοκρατία – InSocial, με θέμα: «Αγροδιατροφικός τομέας και επισιτιστική ασφάλεια: Η κρίση, οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες»
Την εκδήλωση χαιρέτισε κατά την έναρξη, ο καθηγητής του Οικονομικού Παν. Αθηνών και επικεφαλής – ευντονιστής του InSocial Νίκος Χριστοδουλάκης ενώ τοποθετήσεις στο πάνελ πραγματοποίησαν ο Δημήτρης Ψαλτόπουλος, Καθηγητής ΑΠΘ, Ανώτερος Σύμβουλος στην Agricultural & Food Global Practice της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ολυμπία Αποστόλου, Οικονομολόγος, Στέλεχος Αγροτικής Βιομηχανίας, μέλος Πολιτικού Συμβουλίου ΠΑΣΟΚ –ΚΙΝΑΛ, ο Χριστόδουλος Αντωνιάδης, Πρόεδρος GAIA Επιχειρείν, και η Λίνα Αγγελοπούλου, Δικηγόρος ΕΛΓΑ, Νομική Σύμβουλος Αγροτικών Φορέων & Οργανισμών, Αν. Γραμματέας Τομέα Αγροτικής Ανάπτυξης ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Τον συντονισμό του πάνελ και της ζωντανής – διαδραστικής συζήτησης που ακολούθησε, πραγματοποίησε ο Πολιτικός Επιστήμονας και Επιστημονικός Διευθυντής του InSocial Γιώργος Παπούλιας, ενώ μετά το πέρας των εισηγήσεων έγιναν σύντομες παρεμβάσεις από την πρώην υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Κατερίνα Μπατζελή και τον συντονιστή της δράσης «ψηφιακή κοινωνία» του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Καραμανώλη.
Βασικά σημεία από την εισαγωγή της συζήτησης και τις κύριες τοποθετήσεις των εισηγητών:
Η επισιτιστική κρίση άρχισε να εμφανίζεται και να εξελίσσεται λόγω της πανδημίας, λόγω των τεράστιων δυσκολιών που υπήρξαν στην εφοδιαστική αλυσίδα αλλά οξύνθηκε και πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και για λόγους ζήτησης και για λόγους προσφοράς, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ένα πολύ ελαττωματικό μηχανισμό λειτουργίας των διεθνών αγορών σχετικά με την τιμολόγηση των τροφίμων και τη δυνατότητα κάλυψης των εφοδιαστικών αλυσίδων να αποστείλουν εγκαίρως επαρκείς ποσότητες τροφίμων σε πάρα πολλές χώρες και ιδιαίτερα σε φτωχές χώρες. Το πρόβλημα αυτό «ήρθε για να μείνει». Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να προσδιοριστεί ένα τρόπος αντιμετώπισης διότι δεν είναι μόνο η ενεργειακή επάρκεια που μας απασχολεί αλλά είναι και η πολύ πιο κρίσιμη επισιτιστική επάρκεια η οποία θα πρέπει να διασφαλιστεί όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά για ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτό θα συζητήσουμε, πως προήλθε, ποιες είναι οι διαστάσεις και οι δυναμικές που έχει σήμερα, και τι θα μπορούσε να γίνει από άποψη διεθνούς συνεργασίας και παρέμβασης έτσι ώστε να αποσοβηθεί τουλάχιστον στις πιο κρίσιμες και οδυνηρές συνέπειες που μπορεί να έχει.
Δημήτρης Ψαλτόπουλος:
Ρωσία και Ουκρανία είναι από τους σημαντικότερους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων στον κόσμο. Ιδίως σε ότι αφορά προϊόντα όπως το κριθάρι, το σιτάρι, το καλαμπόκι και τους ελαιούχους σπόρους. Επίσης, η Ρωσία είναι ο σημαντικότερος παραγωγός λιπασμάτων και ενέργειας. Οι δύο αυτές χώρες είναι ταυτόχρονα πολλοί σημαντικοί καθαροί εξαγωγείς των παραπάνω προϊόντων. Το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού προέρχεται από αυτές τις δύο χώρες, επιπλέον το 26% στο κριθάρι, στο ηλιέλαιο είναι 64% και στα λιπάσματα 20%. Επιπλέον, πάρα πολλές χώρες χαμηλού εισοδήματος εξαρτώνται από αυτές τις εισαγωγές για να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες. Ο πόλεμος πιέζει τις διεθνείς τιμές, οι οποίες ήταν ήδη υψηλές πριν τον πόλεμο λόγω κλιματικής αλλαγής, συγκρούσεων στις φτωχές χώρες, Κίνας, Covid-19, κλπ.
Άμεσο αποτέλεσμα, είναι η αύξηση του υποσιτισμού ιδίως στις ευπαθέστερες περιοχές του πλανήτη. Επιπλέον, αύξηση του πληθωρισμού που αφορά όλη τη διεθνή κοινότητα όχι όμως στον ίδιο βαθμό, αφού είναι πολύ υψηλότερος στις ΧΧΕ, δηλαδή εκεί που τα τρόφιμα αποτελούν σημαντικότατο ποσοστό των καταναλωτικών δαπανών. Άμεσα αποτελέσματα είναι επίσης η αύξηση των επιτοκίων και η ανατίμηση του USD. Έτσι, μπαίνουμε σε ένα κύκλο επιδείνωσης σε μακροοικονομικές μεταβλητές όπως το πραγματικό ΑΕΠ, τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, το Δημόσιο χρέος. Δημιουργείται λοιπόν ένα άσχημο μείγμα με υψηλό πληθωρισμό, υψηλά επιτόκια, μείωση επενδύσεων, αποδιοργάνωση από τον πόλεμο. Το μείγμα αυτό οδηγεί τελικά σε μείωση οικονομικής μεγέθυνσης και ίσως ύφεση.
Η παρούσα κρίση διαφέρει από αυτή του 2008/2010 σε ότι αφορά δύο ζητήματα: α) οι διαφορετικοί μακροοικονομικοί παράγοντες. Τότε η κρίση προήλθε από την πλευρά του χρέους εξαιτίας της ζήτησης, τώρα τα προβλήματα είναι στην προσφορά καθαρά, ενώ υπάρχει και ο πόλεμος, β) το 2008/2010 οι τιμές του φυσικού αερίου καθιστούν το κόστος της ενέργειας χαμηλότερο ενώ τώρα συμβαίνει το αντίθετο. Παράλληλα, η κρίση αυτή είναι «μοναδική» γιατί συνοδεύεται από σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις και μεγάλη αβεβαιότητα με συλλειτουργία τις δυσμενείς συνέπειες του Covid-19. Λάθος επίσης είναι τα εμπορικά μέτρα που περιορίζουν το εμπόριο και κάνουν την κρίση χειρότερη.
Οι διεθνείς τιμές έχουν μειωθεί τους τελευταίους μήνες λόγω βελτίωσης της προσφοράς. Όμως οι τιμές εξακολουθούν να είναι πολύ πάνω από τα επίπεδα του 2020-21. Οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2023 και η πρόβλεψη είναι ότι θα έχουν 1δις ανθρώπους έως το 2028 που θα αντιμετωπίζουν πρόβλημα υποσιτισμού.
Οι χώρες που επηρεάζονται περισσότερο από την παρούσα επισιτιστική κρίση είναι οι φτωχές χώρες (ΧΧΕ). Εκτιμάται ότι 48 χώρες πλήττονται περισσότερο από την κρίση είτε επειδή αντιμετωπίζουν σημαντικές πιέσεις στο ισοζύγιο πληρωμών λόγω των υψηλότερων τιμών των τροφίμων και των λιπασμάτων είτε έχουν οριστεί από το WFP ως χώρες που αντιμετωπίζουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού τους.
Όσον αφορά το κόστος της κρίσης υπάρχουν αρκετές εκτιμήσεις από διαφορετικούς φορείς. Εμείς θα σταθούμε σε τρεις προσεγγίσεις: α) απαιτούνται περίπου 9 δις $ το 2022 και το 2023 στους λογαριασμούς εισαγωγών των 48 χωρών που επλήγησαν περισσότερο από το επισιτιστικό σοκ, β) απαιτούνται 5-7 δις $ για τους ετήσιους προϋπολογισμούς των 48 χωρών, γ) απαιτούνται περίπου 50 δις $ για την εξάλειψη της οξείας επισιτιστικής ανασφάλειας (υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το κόστος αυτό είναι υποεκτιμημένο, αφού δεν συνεκτιμά την εμφάνιση μη συστημικών οξέων περιστατικών υποσιτισμού).
Απαιτείται ισχυρή και έγκαιρη δράση σε τέσσερις τομείς πολιτικής για τον μετριασμό της επισιτιστικής κρίσης: 1) η επαρκής και ταχεία στήριξη των νοικοκυριών που είναι ευάλωτα στην επισιτιστική ανασφάλεια μέσω διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας και αποτελεσματικών μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής σε εγχώριο επίπεδο, 2) η διατήρηση του ανοιχτού εμπορίου σε διεθνές επίπεδο έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα μεταφοράς τροφίμων από πλεονάζουσες σε ελλειμματικές περιοχές, 3) η αύξηση της παραγωγής τροφίμων και η βελτίωση της διανομής μέσω της εξασφάλισης επαρκούς πρόσβασης σε λιπάσματα και άλλου είδους εισροές και 4) η επένδυση σε μια ανθεκτική στο κλίμα γεωργία με στόχο να υπάρχει μία μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του τομέα.
Η διεθνής κοινότητα έχει εντείνει τις δράσεις της, αλλά χρειάζεται περαιτέρω ενεργοποίηση. Ίσως χρειάζεται μια ακόμα ελάφρυνση του χρέους, μεταξύ άλλων μέσω του Κοινού Πλαισίου της G20, που θα μπορούσε να συμβάλει στη βοήθεια των φτωχότερων χωρών που πλήττονται από την επισιτιστική κρίση, απελευθερώνοντας πρόσθετους οικονομικούς πόρους για δαπάνες που σχετίζονται με τα τρόφιμα.
Καθώς ο κόσμος συνεχίζει να αντιμετωπίζει την επισιτιστική κρίση, πρέπει να θυμόμαστε ότι το πρόβλημα δεν προέκυψε από τη μία μέρα στην άλλη. Αν και η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί μεταξύ 1961 και 2020 και αυξήθηκε κατά 50% μεταξύ 2000 και 2020, περισσότεροι άνθρωποι από ποτέ πεινούν. Η επίλυση της κατάστασης απαιτεί μετασχηματισμό των συστημάτων διατροφής για να τα καταστήσουμε πιο βιώσιμα. Στις μέρες μας το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων μας παράγει περίπου 12 τρις $ κρυφού κοινωνικού, οικονομικού και περιβαλλοντικού κόστους κάθε χρόνο και είναι η πηγή σχεδόν του 1/3 των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οδηγεί επίσης τις επιλογές των καταναλωτών προς τα ανθυγιεινά τρόφιμα διατηρώντας τις τιμές των υγιεινών τροφίμων πολύ υψηλές. Στις μέρες μας η στήριξη του γεωργικού τομέα είναι περίπου 700 δις $ το χρόνο. Από αυτά τα ποσά ένα μικρό κομμάτι τους πηγαίνει στους αγρότες. Θα πρέπει να πάνε οι πόροι αυτοί σε πολιτικές και δράσεις φιλικές προς το περιβάλλον και να δώσουν κίνητρα στους αγρότες να υιοθετήσουν έξυπνες κλιματικές πρακτικές. Αυτή η υιοθέτηση ενός διαφορετικού μείγματος πολίτικης θα μείωνε τις στρεβλώσεις των τιμών και θα προωθούσε μια ανθεκτικότερη γεωργία και έτσι θα βελτιωθεί η επισιτιστική ασφάλεια, η διατροφή και θα ενισχυθούν τα εισοδήματα. Η καλύτερη χρήση δεδομένων και της ψηφιακής τεχνολογίας μπορούν να συμβάλουν τα μέγιστα προς αυτή την κατεύθυνση. Βέβαια, κάθε χώρα έχει το δικό της σύνολο προκλήσεων και χρειάζεται να εντοπίσει επιλογές και στρατηγικές για να επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο εν τέλει μετασχηματισμός των συστημάτων τροφίμων για την επίτευξη καλύτερων αναπτυξιακών αποτελεσμάτων απαιτεί τοπική διάγνωση για κάθε χώρα και παράλληλα, θα πρέπει να υποστηρίζεται από τον διεξοδικό διάλογο μεταξύ των ενδιαφερομένων κοινωνικών και οικονομικών φορέων. Τέλος, κλείνουμε με τη σκέψη πως για την επίλυση του προβλήματος χρειαζόμαστε νέες πολιτικές και νέους θεσμούς. Οι θεσμοί που έχουμε δεν μπορούν να υποστηρίξουν οποιεσδήποτε αλλαγές στην πολιτική. Πρέπει επιπλέον να γίνει σαφές ότι οι αλλαγές θα έχουν αντισταθμίσεις, με μια κάπως οδυνηρή διαδικασία προσαρμογής η οποία όμως είναι απαραίτητη.
Ολυμπία Αποστόλου:
Η πρώτη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο αγροτικός τομέας είναι η κλιματική αλλαγή. Μια επίσης σημαντική πρόκληση του αγροτικού τομέα είναι η εξάρτησή του από την ενέργεια. Και η παραγωγή και η μεταποίηση αλλά και οι μεταφορές των αγροτικών τροφίμων είναι απόλυτα εξαρτημένα από την ενέργεια. Επίσης, ο αγροτικός τομέας είναι εξαιρετικά παγκοσμιοποιημένος. Επιπλέον, οι απαιτήσεις των καταναλωτών στην Ευρώπη όσον αφορά την ποιότητα και την ασφάλεια των τροφίμων είναι ιδιαίτερα σημαντικές γιατί περιορίζουν τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι αγρότες πχ φυτοφάρμακα για να πετύχουν την τελικά παραγωγή.
Το θέμα της επισιτιστικής επάρκειας έρχεται μετά από πολλά χρόνια στο προσκήνιο και στην Ευρώπη. Ο παραγωγός και η μικρομεσαία επιχείρηση σήμερα βρίσκονται σε ένα σημείο στο οποίο δέχονται πίεση από όλες τις άλλες πλευρές. Από τη μία πλευρά, η νομοθεσία προστατεύει πρωτίστως τον καταναλωτή. Αυτό δημιουργεί πίεση στον αγρότη για το τι μπορεί να χρησιμοποιήσει για να παράγει. Από την άλλη πλευρά υπάρχει υπερσυγκέντρωση στα χέρια λίγων εταιριών τόσο στο θέμα των αγροτικών εισροών όσο και στο τέλος της αλυσίδας στα μεγάλα super market και πολυεθνικές εταιρίες οι οποίες αγοράζουν προϊόντα και βάζουν το brand τους, οι οποίοι και αυτές πιέζουν στο τέλος για τις τιμές. Στη μέση, βρίσκεται λοιπόν, ο παραγωγός και η μικρομεσαία επιχείρηση η οποία προσπαθεί να αμυνθεί. Αυτό είναι ένα σημείο που πρέπει σήμερα να βοηθήσουμε με στοχευμένες πολιτικές.
Στην Ελλάδα έχουμε πολλά δομικά προβλήματα στον αγροτικό τομέα πχ μικρός κλήρος, έλλειψη συνεργατικών σχημάτων, η υψηλή μέση ηλικία των αγροτών και κτηνοτρόφων, χαμηλή ενσωμάτωση της τεχνολογίας. Επιπλέον, σημαντικά προβλήματα είναι η έλλειψη πληροφόρησης για οικονομικά μεγέθη καθώς και έλλειψη σε δεδομένα εύκολα προσβάσιμα για ιστορικά κλιματικά στοιχεία. Ο παραγωγός και η μικρομεσαία επιχείρηση δεν προστατεύονται επαρκώς από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Υπάρχει έντονο το φαινόμενο της διακίνησης αγροτικών προϊόντων χωρίς παραστατικά. Στην Ελλάδα έχουμε απόλυτη εξάρτηση από τις εισαγωγές για να παράγουμε (αύξηση του κόστους), πράγμα που καθίστα τον αγροτικό τομέα ευάλωτο και το τελικό θετικό αποτύπωμα του στην οικονομία είναι πολύ μικρότερο από ότι νομίζουμε όταν μετράμε τις εξαγωγές μας. Το branding είναι πολύ σημαντικό και στον αγροτικό τομέα, ειδικά στα τρόφιμα. Παρ’ όλα αυτά βλέπουμε ότι ξοδεύονται πολλά χρήματα για ένα κατακερματισμένο branding, για παράδειγμα δηλαδή η κάθε περιφέρεια ξοδεύει χρήματα για να φτιάξει τα δικά της σχήματα, περίπτερα, παρουσία στο εξωτερικό ενώ αν υπήρχε μια εθνική στρατηγική θα ήμασταν περισσότερο αποτελεσματικοί. Στην Ελλάδα, έχουμε συχνές αλλαγές στο φορολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς των αγροτών, πράγμα που δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα. Χρειάζεται δίκαιο και σταθερό πλαίσιο. Η Ελλάδα δεν συμμετέχει επαρκώς στην Ευρωπαϊκή διαβούλευση. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο φαίνεται απροσπέλαστο σε όποιον πηγαίνει στην ύπαιθρο και συνομιλεί με παραγωγούς, που είναι η τεράστια έλλειψη εμπιστοσύνης. Ο Έλληνας παραγωγός σήμερα δεν εμπιστεύεται καθόλου της πολιτικές ηγεσίες, ούτε την Ελληνική ούτε των Βρυξελών.
Κλειδί για την επίλυση των παραπάνω είναι να οργανώσουμε σαν κράτος την πράσινη μετάβαση. Χρειαζόμαστε καλύτερα ενημερωμένους παραγωγούς ειδικά όσον αφορά την κλιματική αλλαγή. Θα βοηθούσε η προσέλκυση μιας νέας γενιάς παράγωγων που θα ήταν πιο δεκτικοί σε αλλαγές στις νέες προκλήσεις. Επιπλέον, πρέπει να δούμε την κλιματική αλλαγή και σαν μια ευκαιρία, αν θέλουμε να μετασχηματίσουμε τον αγροτικό τομέα και να συνεχίσουμε να έχουμε εισόδημα και εξαγωγές. Τα βιολογικά προϊόντα είναι απαραίτητο να ενσωματωθούν πιο έντονα στην φιλοσοφία των παραγωγών. Οι αποζημιώσεις λόγων των ζημιών εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής θα μειώσουν την ανασφάλεια των παραγωγών. Είναι επιτακτική η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον αγροτικό τομέα πχ αγροτικά φωτοβολταϊκά. Τέλος, η Ελληνική κουζίνα στα πλαίσια της μεσογειακής διατροφής είναι τα τελευταία χρόνια στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού που ζητά υγιεινά τρόφιμα. Είναι κάτι που πρέπει να αξιοποιήσουμε σαν brand εθνικά και όχι μόνο ανά κατηγορία προϊόντος και αυτό γιατί χρησιμοποιούνται πολλά προϊόντα που παράγει η Ελληνική γη.
Χριστόδουλος Αντωνιάδης:
Η τεχνολογία καλείται να βρει τον αλγόριθμο του πως θα παράγω περισσότερα, ποιοτικότερα, δαπανώντας λιγότερα. Το ζήτημα της επισιτιστικής ασφάλειας δεν έχει μόνο οικονομικές διαστάσεις, έχει και περιβαλλοντικές και κοινωνικές τις οποίες τρεις διαστάσεις έχει την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κάθε πολιτική που επιχειρεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Και οι τρεις αυτές διαστάσεις συνιστούν αυτό που λέγεται ‘’βιώσιμο’’, περιβάλλον, κοινωνία, οικονομία. Τόσο ο αντίκτυπος από την πανδημία όσο και οι συνέπειες τις εμπόλεμης σύρραξης στην Ουκρανία, στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων, συμβάλουν ώστε να δούμε με περισσότερη προσοχή την ανάγκη αυτής της ισόρροπης αντιμετώπισης μεταξύ των τριών αυτών διαστάσεων στο πλαίσιο της χάραξης και εφαρμογής πολιτικών που να αφορούν τον αγροδιατροφικό χώρο. Σύμφωνα με πρόσφατη μελετητική εργασία της GAIA Επιχειρείν που διενεργήθηκε για την τριετία 2018 – 2020 προκύπτει ότι στην Ελλάδα η γεωργία θεωρείται αυτάρκης σε ορισμένα σημαντικά προϊόντα της πρωτογενούς παραγωγής με βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης και θετικό αντίκτυπο στο εμπορικό ισοζύγιο. Ωστόσο το τελευταίο διάστημα αντιμετωπίζονται σοβαρά προβλήματα από την επίδραση δυσμενών καιρικών συνθηκών και από το έλλειμμα εργατικού δυναμικού, με συνέπεια τον περιορισμό του όγκου και της αξίας της παραγωγής. Επιπλέον, σε ορισμένα προϊόντα αντιμετωπίζεται σημαντική εξάρτηση από εισαγωγές όπως τα σιτηρά. Στο μαλακό σιτάρι η αυτάρκεια της χώρας περιορίζεται στο 25,1%, στον αραβόσιτο κατά 63,4%, στο κριθάρι κατά 83,5%, στις φακές κατά 41%, στα φασόλια κατά 52%, στα ρεβίθια 79%, στα φυτικά έλαια (ηλίανθο) κατά 57%. Ιδιαίτερα σημαντική παραμένει η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές σε προϊόντα ζωικής παραγωγής. Στο βόειο κρέας η αυτάρκεια περιορίζεται μόλις στο 23,9%, στο χοιρινό κρέας στο 30%, στο αγελαδινό γάλα στο 63%. Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές στο γεωργικό εισόδημα της χώρας δεν φαίνονται ευοίωνες κυρίως λόγω της ήδη ταχύτερης ανόδου του κόστους των γεωργικών εισροών έναντι των εκροών. Στη χώρα μας η κτηνοτροφία παρουσιάζει υψηλή τρωτότητα καθώς το κόστος των ζωοτροφών εκτινάχθηκε, με συνέπεια τη σημαντική άνοδο των τιμών στα προϊόντα ζωικής παραγωγής αλλά και την επακόλουθη πτώση της κατανάλωσης. Κρίσιμη πρόκληση στον τομέα αυτό αποτελεί η ανάγκη περαιτέρω αξιοποίησης και καλλιέργειας κτηνοτροφικών φυτών πχ λούπινο.
Οι βασικοί μοχλοί που μπορούν να επηρεάσουν την οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα των συστημάτων τροφίμων είναι: 1) βιοφυσικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, 2) οικονομικοί παράγοντες, ο παράγων αγοράς, 3) ομαλή λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας τροφίμων, 4) πολιτικοί και θεσμικοί παράγοντες, 5) κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες, 6) δημογραφικοί παράγοντες, 7) έρευνα, καινοτομία και τεχνολογία.
Λίνα Αγγελοπούλου:
Το θέμα της επισιτιστικής ασφάλειας εμφανίστηκε ως καινοφανής έννοια τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα του πολέμου της Ουκρανίας. Ένα θέμα που παρά το γεγονός ότι δεν βιώσαμε τις αρνητικές πλευρές του, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε με την πεποίθηση ότι δε μας αφορά.
Είναι καιρός να μιλήσουμε και πάλι για την ανάγκη επικαιροποίησης και ενίσχυσης του παραγωγικού μας μοντέλου ώστε η χώρα μας να αξιοποιήσει το αγροτικό της κεφάλαιο, να ανατρέψει το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο και η ελληνική παραγωγή, το ελληνικό προϊόν, να κατακτήσουν τη θέση που τους αξίζει τόσο στις εγχώριες όσο και στις ξένες αγορές. Τότε ναι, θα υπάρχει εγγύηση της επισιτιστικής μας ασφάλειας. Θα υπάρχει όμως και ανάπτυξη της αγροτικής και εθνικής μας οικονομίας, η οποία είναι και παραμένει διαρκές ζητούμενο.
Πέρα από τις θεωρητικές και πολύ σπουδαίες προσεγγίσεις που κατά καιρούς ακούμε να γίνονται, αναφορικά με τις παθογένειες που κρατούν στάσιμη την ελληνική παραγωγή, υπάρχει και το εξής καίριο και σπουδαίο ζήτημα: Ποιο μπορεί και πρέπει να είναι το περιεχόμενο των δράσεων, οι οποίες θα βασίζονται στην ελληνική πραγματικότητα και οι οποίες θα δώσουν στους παραγωγούς μας την ώθηση να αναπτυχθούν, να εξελιχθούν και να αποδώσουν τα μέγιστα;
Ένα πρώτο και βασικό ζήτημα που αποτελεί τη βάση για οποιαδήποτε έναρξη συζήτησης στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του παραγωγικού μοντέλου της χώρας μας, είναι το ότι σήμερα, εν έτη 2023 δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η παραγωγή των προϊόντων μας.
Συγκεκριμένα, παρά την σημαντική διακλάδωση των Υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ, την λειτουργία αποκεντρωμένων υπηρεσιών αγροτικών θεμάτων στις Περιφέρειες, την λειτουργία Οργανισμών του ΥΠΑΑΤ, αλλά και την λειτουργία συνεργατικών σχημάτων, η ελληνική παραγωγή δεν υφίσταται πουθενά καταγεγραμμένη με ακρίβεια και εγκυρότητα. Συνεπώς, είναι απολύτως αναγκαίο αν θέλουμε να βάλουμε τις βάσεις για μια ώριμη συζήτηση με σκοπό την αύξηση της παραγωγής στη χώρα μας, να καθορίσουμε πρωτίστως τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει επιτέλους να καταγράφεται η παραγωγή στη χώρα μας. Επιπλέον, πρέπει να θεσπίσουμε και να ιδρύσουμε αν χρειαστεί υπηρεσίες, φορείς ή εν γένει διοικητικές μονάδες που θα επιφορτιστούν με την αξιόπιστη και ακριβή καταγραφή της παραγωγής μας. Καθώς αυτό δεν επιτυγχάνεται ούτε μέσω της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά ούτε και μέσω της πύλης ΟΣΔΕ που καταγράφει τις αγροτικές εκτάσεις που δηλώνονται, αλλά όχι την αντίστοιχη παραγωγή.
Σημαντικό ρόλο, σε χώρες όπως η Γαλλία ή Γερμανία, ως προς την τήρηση βάσης δεδομένων καταγραφής της εγχώριας παραγωγής, διαδραματίζουν τα Αγροτικά Επιμελητήρια. Ένας θεσμός, που όπως έχει διαφανεί από τη λειτουργία του στο εξωτερικό εξασφαλίζει όχι μόνο την ακριβή καταγραφή αλλά και την βελτίωση των γεωργικών δεδομένων, με την υποστήριξη του ψηφιακού μετασχηματισμού, προς όφελος των αγροκτημάτων σε όλες τις περιοχές.
Μία δεύτερη σημαντική παράμετρος που πρέπει να μελετηθεί και να αξιοποιηθεί κατάλληλα, προκειμένου να υπάρξει αύξηση της εγχώριας παραγωγής είναι η ενδυνάμωση και ενίσχυση των συνεργατικών σχημάτων. Στη χώρα μας, τρία είναι τα βασικά συνεργατικά σχήματα που υφίστανται και λειτουργούν:
1) Αγροτικοί Συνεταιρισμοί (ίσως το γνωστότερο σχήμα λόγω και της μακρόχρονης λειτουργίας του με πολλά προβλήματα που ίσως παρήκμασε). Σήμερα, παραμένει το ερώτημα, αν και πόσο επήλθε εξυγίανση του καθεστώτος λειτουργίας, αν έχει ολοκληρωθεί η εκκαθάριση των Αγροτικών Συνεταιρισμών, ώστε με νέα αφετηρία αυτοί να λειτουργούν προς όφελος των αγροτών και παραγωγών μελών τους.
2) Ομάδες και Οργανώσεις Παραγωγών (σχήμα το οποίο φαίνεται ότι είναι και το μόνο που λειτουργεί με τεράστια επιτυχία στη χώρα μας). Τα σχήματα αυτοοργάνωσης των παραγωγών τα οποία ξεκινούν από το στάδιο οργάνωσης της παραγωγής, δίνοντας έμφαση στις έννοιες προδιαγραφές, ποιότητα, ποσότητα, κόστος παραγωγής, κοινή διαχείριση-διάθεση. Τα οφέλη που έχουν καταγραφεί είναι πολλαπλά, όπως, σύνδεση με την αγορά, επώνυμο προϊόν (brand name), συνεχής προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς, έλεγχος κόστους παραγωγής, μεγιστοποίηση αποδόσεων, βελτίωση ποιότητας, διάθεση μεγάλου όγκου παραγωγής, καλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα, δυνατότητα συμμετοχής σε προγράμματα χρηματοδότησης, προστασία του περιβάλλοντος, εφαρμογή φιλοπεριβαλλοντικών πρακτικών σε μεγάλη κλίμακα.
3) Διεπαγγελματικές Οργανώσεις (θεσμός ο οποίος από τη λειτουργία του σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες έχει αναδειχθεί στον βασικό ρυθμιστή της αγοράς για το προϊόν που εκπροσωπεί, θεσπίζοντας ακόμα και κανόνες παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας). Ο Ενωσιακός Νομοθέτης, προέβλεψε ότι οι Διεπαγγελματικές Οργανώσεις μπορούν εφόσον αντιπροσωπεύουν τα 2/3 της εγχώριας παραγωγής του προϊόντος τους, να θεσπίσουν οι ίδιες τους κανόνες στα μέλη αλλά και στα μη μέλη τους, θεωρώντας ότι οι ίδιοι οι παραγωγοί, μεταποιητές και έμποροι είναι οι καταλληλότεροι να βελτιώσουν τις αδυναμίες που αφήνουν πίσω τον τομέα δραστηριότητάς τους. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, σήμερα είναι επισήμως αναγνωρισμένες από το Κράτος μόλις 6 Διεπαγγελματικές Οργανώσεις. Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου σχήματος και πως θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση της παραγωγής; Είναι το μόνο σχήμα που αποτελεί κάθετη μορφή συνεργασίας και βάζει στο ίδιο τραπέζι τον παραγωγό, τον μεταποιητή και τον έμπορο του τελικού προϊόντος, καλύπτοντας έτσι όλους τους κρίκους της αλυσίδας. Με την ανταλλαγή γνώσεων, προβληματισμών και πληροφοριών από τους εκπροσώπους κάθε κλάδου προωθούνται βέλτιστες πρακτικές αλλά και η διαφάνεια της αγοράς.
Δείτε μαγνητοσκοπημένη ολόκληρη την εκδήλωση
Δείτε το αφιέρωμα του τηλεοπτικό σταθμού CRETA TV στην εκδήλωση