Προσδοκίες και ματαιώσεις
Του Γιάννη Μπαλαμπανίδη*
Στα πενηντάχρονα της Μεταπολίτευσης φτάσαμε με πολλά και ετερόκλητα πράγματα στις αποσκευές μας. Και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα τι κρατάμε και τι πετάμε από όλα αυτά, χωρίς εύκολη απάντηση. Μήπως φταίει το ίδιο το ερώτημα;
Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε, παρά μόνο εάν το δούμε σαν μια κάπως διαστροφική πνευματική άσκηση. Η Μεταπολίτευση είναι ο ορίζοντας μιας ολόκληρης εποχής – δεν είναι τυχαίο ότι έτσι έγινε αντιληπτή, και όχι ως μια «στιγμιαία» μετάβαση στη δημοκρατία (transition), ούτε καν ως η μεσοπρόθεσμη διαδικασία εμπέδωσης ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού πλαισίου (consolidation), με πλουραλισμό, πολυκομματισμό, ελεύθερες εκλογές, δικαιώματα, ομαλή εναλλαγή στη διακυβέρνηση, και όλα αυτά τα στοιχεία που κάποια στιγμή δείχνουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι «democracy is the only game in town». Υπό αυτή την έννοια, όχι απλώς δεν είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε, αλλά ακόμη και αν θέλαμε, δεν θα μπορούσαμε. Μια εποχή την παίρνεις ολόκληρη, όχι κομμένη σε μικρά βολικά κομμάτια.
Εάν προσπαθήσουμε να κορφολογήσουμε εκείνες τις πτυχές της που θα θεωρούσαμε ότι πρέπει να μείνουν κτήμα εσαεί, θα πρέπει αναγκαστικά να πετάξουμε ή, έστω, να κρύψουμε κάτω από το χαλί άλλες τόσες, ενοχλητικές ή άβολες όψεις της. Και αυτό ενέχει έναν διπλό κίνδυνο.
Από τη μία, τον κίνδυνο να ενδώσουμε στον πειρασμό των ιδεολογικών χρήσεων της Ιστορίας. Μια Μεταπολίτευση αποκαθαρμένη από τον «ανεύθυνο λαϊκισμό» των κοινωνικών διεκδικήσεων μπορεί να τη διαβάσει κανείς σαν το επίτευγμα μιας χούφτας μεγάλων ανδρών-εθναρχών, αλλά δεν θα κατανοήσει τίποτε από τους αξιακούς μετασχηματισμούς και τις κατακτήσεις της στο επίπεδο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Αντίστροφα, μια Μεταπολίτευση ιδωμένη υπό το φίλτρο του «λαϊκού παράγοντα», ή σε μια άλλη εκδοχή του «μεσογειακού σοσιαλισμού», θα παρέκαμπτε ενοχλητικές λεπτομέρειες όπως ο αυριανισμός ή ο ευτελισμός του συνδικαλιστικού κινήματος στο όνομα μιας επερχόμενης κοινωνίας που ποτέ δεν ήλθε.
Από την άλλη, ενέχει έναν βαθύτερο κίνδυνο, που αφορά κάτι ευρύτερο: την εθνική μας αυτογνωσία. Οπως κάθε επέτειος, έτσι και τα πενηντάχρονα της Μεταπολίτευσης γίνονται αφορμή αναστοχασμού πάνω σε μια εκτεταμένη περίοδο της κοινής μας διαδρομής. Το αν και πώς θα τη συζητήσουμε και θα τη στοχαστούμε, συμφωνώντας και διαφωνώντας προφανώς, είναι συνάρτηση της ειλικρίνειας με την οποία θα την αφηγηθούμε στον εαυτό μας. Οχι σαν μια παραμυθητική διαδοχή καταστροφών και θριάμβων, που ο καθένας ορίζει κατά βούληση, αλλά σαν ένα σύνολο αντιθέσεων, όπου η συνέχεια και η ασυνέχεια συνυπάρχουν, όπως μέσα στον καθένα και στην καθεμιά από εμάς εξάλλου.
Πώς μπορούμε, για παράδειγμα, να κατανοήσουμε τη σημερινή πολιτική κουλτούρα μας εάν αποφασίσουμε να πετάξουμε οποιαδήποτε από τις μεταπολιτευτικές εκδοχές της: την έντονη πολιτικοποίηση και τις μεγάλες συλλογικές ταυτότητες της πρώτης περιόδου, τις ιδρυτικές «στιγμές» (Πολυτεχνείο, Διακήρυξη 3ης Σεπτέμβρη, είσοδος στην ΕΟΚ), τη μεταστροφή προς την εξατομίκευση κάπου στα 1990, τη διαμόρφωση ενός βαλκανικού κοσμοπολιτισμού της «χαρούμενης παγκοσμιοποίησης» στη νέα χιλιετία μαζί με μια εθνική-εθνικιστική έξαρση που τροφοδοτήθηκε από τις επιτυχίες του 2004 μόνο και μόνο για να πέσει με φόρα στον τοίχο της κρίσης του 2009 και της ματαίωσης που ακολούθησε;
Ή ας σκεφτούμε τη σχέση μας με την «ιδέα της Ευρώπης». Σε μια επιλεκτική ανάγνωση θα μπορούσαμε να νιώσουμε υπερήφανα ανήκοντες στη «Δύση», σε αντιδιαστολή με την παρωχημένη παράδοση της καθ’ ημάς Ανατολής κ.ο.κ. Σε μια πιο ειλικρινή αναδρομή, ωστόσο, θα συνειδητοποιούσαμε ότι κατά καιρούς συνδεθήκαμε με την «Ευρώπη» με τους πιο διαφορετικούς δεσμούς: εχέγγυο εκδημοκρατισμού και γεωπολιτικής ασφάλειας στην αρχή, κατόπιν μια ωφελιμιστική σύνδεση με την Κοινή Αγορά ως ορίζοντα οικονομικής ευημερίας, η οποία έδειξε τη ρηχότητά της όταν τη διαδέχθηκε η εθνική μας αμφιθυμία ως χώρα πτωχευμένη και σκληρά τιμωρημένη σε μια Ευρώπη που αμήχανα διαχειρίζεται τις κρίσεις της. Αλλά και η εμπέδωση υβριδικών ελληνοευρωπαϊκών ταυτοτήτων, δίπλα σε μια πιο υποψιασμένη σχέση των νεότερων γενεών με τις ουσιοκρατικές ταυτότητες «Δύση» και «Ανατολή», αλλά και με τις εθνικές/διεθνικές ταυτότητες μιας κοινωνίας που εμπλουτίζεται από τη (δύσκολη) ενσωμάτωση του Αλλου.
Και μιλώντας για γενιές, το μεγάλο γενεακό χάσμα. Από τα παιδιά της Μεταπολίτευσης, τη γενιά των baby boomers, της υλικής ασφάλειας, των υψηλών προσδοκιών, αλλά και των ριζοσπαστικών αξιακών προσανατολισμών, στα εγγόνια της, που έζησαν τη ματαίωση της κρίσης ή που γεννήθηκαν και συγκροτούν ταυτότητα μέσα στις πολυ-κρίσεις της εποχής μας, με την όχι αδικαιολόγητη αίσθηση ότι ζουν χειρότερα από τους γονείς τους, αλλά και με τον κυνισμό, τον πραγματισμό και ενδεχομένως την αναζήτηση ενός άλλου είδους συλλογικού δεσμού που προκαλεί αυτό το πλαίσιο ζωής.
Αν, λοιπόν, αφήσουμε ανοιχτό το τι κρατάμε και τι όχι, θα μπορέσουμε ίσως να βρούμε και μια απάντηση στο άλλο άβολο ερώτημα: Πότε τελειώνει εντέλει η Μεταπολίτευση; Πιθανότατα δεν θα τελειώσει εάν δεν υπάρξει μια νέα ιστορική, υπαρξιακή τομή· εάν, με λίγα λόγια, δεν αρχίσει κάτι άλλο. Και εάν συμφωνούμε ότι η Μεταπολίτευση ήταν πρωτίστως η διάνοιξη ενός ορίζοντα προσδοκιών, για το καλό και για το κακό, τότε η καινούργια εποχή θα γεννηθεί μόνο γεννώντας, και αυτή, έναν νέο ορίζοντα.
*Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής Metron Analysis, συγγραφέας.Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα «Η Καθημερινή της Κυριακής» 21.07.2024