Πολιτισμός και λογοκρισία
Του Νίκου Παναγιωτόπουλου*
«H ασχήμια τού σήμερα ισχύει αναδρομικά»
Κ. Κράους
H απόσυρση του έργου της Γεωργίας Λαλέ από την έκθεση του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη, με εντολή του Ελληνα υπουργού Εξωτερικών, μας οδηγεί να θέσουμε το ερώτημα σχετικά με τους κοινωνικούς όρους δυνατότητας παραγωγής αυτού του πραξικοπήματος. H κριτική ατόμων δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κριτική των δομών και των μηχανισμών, αναγκαία προϋπόθεση για την πρόσβαση στη συνείδηση των δομικών καταναγκασμών μέσα στους οποίους τα άτομα δρουν.
Οι όροι αυτοί βρίσκουν την αρχή τους στην εγκαθιδρυμένη ετερονομία στο εσωτερικό του χώρου παραγωγής, διάχυσης και αξιολόγησης των πολιτισμικών αγαθών. Η απόσυρση του συγκεκριμένου έργου αποτελεί άσκηση μιας μορφής τυραννίας, υπό την έννοια πως ασκήθηκε μια εξουσία, κοσμικού, όπως λέγαμε παλιά, τύπου μέσα στην καλλιτεχνική τάξη πραγμάτων η οποία έχει την ειδική της λογική. Η τυραννία αυτή βρίσκει τους ειδικούς όρους δυνατότητάς της στην επικυριαρχία της αγοράς πάνω στον χώρο της τέχνης, και του πολιτισμού γενικότερα. Μια επικυριαρχία που διαμεσολαβείται και από τον χώρο της πολιτικής καθώς το πολιτικό πεδίο βρίσκεται άμεσα υπό την επήρεια της έγκρισης της αγοραίας λογικής και της κοινής αποδοχής.
Οι πιθανότητες τέτοιων τυραννικών ενεργημάτων μπορούν να μειωθούν ή και να εξαλειφθούν μόνο μέσω της υπεράσπισης της αυτονομίας του πολιτισμικού πεδίου. Δυστυχώς οι πολιτισμικοί παραγωγοί επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα σε προσωπικό επίπεδο μέσω στρατηγικών προσωπικής επιβίωσης και χωρίς συλλογικό στοχασμό και οργανωτικό συντονισμό. Γι’ αυτό επείγει να αρχίσει μια συλλογική συζήτηση πάνω στην κριτική των οικονομικών και κοινωνικών όρων της αυτόνομης παραγωγής, αξιολόγησης και διάχυσης των συμβολικών αγαθών.
Υπάρχουν ειδικές κοινωνικές συνθήκες που τις επιτρέπουν, δεν πέφτουν από τον ουρανό.
Η συζήτηση αυτή θα έπρεπε να είχε τουλάχιστον τέσσερις άξονες προβληματισμού. Κατ’ αρχάς, ένας προβληματισμός γύρω από το πώς θα εξασφαλίσουμε την κρατική συνδρομή χωρίς να ενσωματώσουμε κρατικούς τρόπους σκέψης. Αν πιστεύουμε πως οι ερευνητικές δραστηριότητες στον χώρο του πολιτισμού, τουλάχιστον ορισμένες μορφές τους, έχουν ανάγκη το κράτος για να υπάρξουν μόνιμα και σταθερά και πως, grosso modo, η αξία των έργων συσχετίζεται αρνητικά με την έκταση της αγοράς τους, η δημόσια στήριξη είναι απολύτως αναγκαία. Ο δεύτερος άξονας αφορά το πώς θα μάθουμε να χρησιμοποιούμε την αυτονομία που μας προσφέρει το κράτος για να τη χρησιμοποιήσουμε ενάντια στο κράτος, για να αποτρέψουμε την υποταγή της κρατικής επιχορήγησης σε μια λογική παρόμοια με αυτήν της ιδιωτικής χορηγίας και να μην επιτρέψουμε στους κατόχους της κρατικής εξουσίας να συγκροτήσουν μια πελατεία ή μια αυλή διανοουμένων, επιστημόνων και καλλιτεχνών.
Εχουμε πολλά παραδείγματα στη χώρα μας τα οποία επιβεβαιώνουν τον νόμο του Ζντάνοφ, δηλαδή το γεγονός πως όσο πιο αδύναμος είναι ένας πολιτισμικός παραγωγός, ελάχιστα αναγνωρισμένος σύμφωνα με τους ειδικούς νόμους του χώρου του, τόσο περισσότερο έχει ανάγκη τις εξωτερικές εξουσίες, τόσο πιο επιρρεπής είναι σ’ αυτές τις εξουσίες για να επιβληθεί στον ειδικό του χώρο. Η ιστορία των τελευταίων σαράντα χρόνων έδειξε πως δεν είμαστε προετοιμασμένοι για αυτήν την ελευθερία σε σχέση με το κράτος.
Ο τρίτος άξονας της συζήτησης έχει να κάνει με τους όρους που θα ενθαρρύνουν στους νέους παραγωγούς την παραγωγή διαθέσεων τόσο προς την αυτονομία όσο και στην παραγωγή μιας σταθερής σχέσης γνώσης, συνείδησης και παρέμβασης πάνω στις ευρύτερες μεταβολές που επηρεάζουν τη σχετική αυτονομία του πολιτισμικού χώρου.
Τέλος, πρέπει να εξεταστούν οι μορφές κοινωνικής οργάνωσης του πολιτισμικού πεδίου, να αναζητηθούν τρόποι δημιουργίας κλαδικών και διακλαδικών ομάδων συζήτησης στις οποίες νέοι και καταξιωμένοι πολιτισμικοί παραγωγοί θα στοχαστούν συλλογικά και ελεύθερα, πέρα από κάθε καταναγκασμό, ανταγωνισμό και κοινωνικές ιεραρχήσεις, την εγκαθίδρυση μιας πραγματικής δεοντολογίας δράσης που θα αποσκοπεί στην παραγωγή ειδικών μέτρων και προτάσεων για την (ανα)παραγωγή μιας ισχυρής αυτονομίας σε κάθε πεδίο χωριστά, αντί να επαφίεται στον χώρο της καθαρής πολιτικής.
Η απόσυρση του έργου της Γεωργίας Λαλέ μάς θυμίζει πως υπάρχει μια «πολιτική της πνευματικής ελευθερίας». Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να μιλήσουμε με όρους συλλογικής συντεχνίας και συναφιού. Μένει βέβαια να αποδείξουμε, όπως έλεγε ο Πιερ Μπουρντιέ, πως θα πρόκειται για τη «συντεχνία του καθολικού». Μια συντεχνία που σκοπό έχει να ξεπεράσει τα συντεχνιακά συμφέροντά της. Ουτοπία, θα πει κανείς, και θα έχει δίκιο. Μόνο που πρόκειται για μια κοινωνικά θεμελιωμένη ρεαλιστική ουτοπία.
*Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας, Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών- Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην «Εφημερίδα των Συντακτών» 22.12.2023