Οι προγραμματικές θέσεις των κομμάτων και η χρησιμότητά τους
Του Νίκου Χριστοδουλάκη*
Tις προηγούμενες μέρες αναρτήθηκαν οι προγραμματικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ και το ερώτημα είναι τι χρειαζόταν και μήπως αυτά είναι πλέον ξεπερασμένα εργαλεία πολιτικών συζητήσεων. Και όμως, ακόμη υπάρχουν μερικοί σοβαροί λόγοι που τα επιβάλλουν.
Πρώτα από όλα, το σημερινό επίπεδο αντιπαράθεσης των κομμάτων που ξεκινά και τελειώνει στα μετεκλογικά σενάρια, ποιος θα πάει με ποιον και τι θα πάθει η χώρα αν δεν γίνει ο ένας ή ο άλλος πρωθυπουργός. Ολες οι συζητήσεις γίνονται με επίκληση τι είπε ο ένας και ο άλλος, ποιες είναι οι φιλοδοξίες του και πώς σχεδιάζει να θέσει τον αντίπαλό του εκτός εξελίξεων με τις κινήσεις που θα κάνει.
Μάλλον θα ήταν πιο χρήσιμο για την κοινωνία να αρχίσει μια σύγκριση και αξιολόγηση όσων προτείνει το κάθε κόμμα για να ξεπεραστεί η κρίση και μετά να αρχίσει ο προβληματισμός ποιοι θα μπορούσαν να συνυπάρξουν και ποιοι όχι. Αφενός μεν κάτι τέτοιο θα έκανε τους πολίτες να είναι καλύτερα ενημερωμένοι καθ’ οδόν προς τις εκλογές, αφετέρου θα μετρίαζε τον άκρατο ανταγωνισμό που επικρατεί σήμερα και κάνει έναν παρατηρητή των πολιτικών μας πραγμάτων να νομίζει ότι βρισκόμαστε σε πολεμικά χαρακώματα.
Δεύτερον, μια παράθεση και αντιπαράθεση προτάσεων θα αύξανε τον βαθμό κατανόησης της περίπλοκης και πολυεπίπεδης κρίσης που πλήττει εδώ και μία δεκαετία την ελληνική κοινωνία με εναλλασσόμενες μορφές: πρώτα ως σκληρή λιτότητα με τα Μνημόνια, μετά ως κοινωνικός εγκλεισμός και εκπαιδευτικός αποκλεισμός με την πανδημία, και τώρα ως πληθωριστική απειλή με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Και οι τρεις κρίσεις είχαν διαφορετικές επιπτώσεις στα μέσα πολιτικής, από τη λιτότητα έως την άμετρη δημοσιονομική επέκταση των 43 δισ. ευρώ και από την επίσπευση των πράσινων επενδύσεων, πίσω στον λιγνίτη και τους υδρογονάνθρακες. Ολες όμως είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό στο αποτύπωμα που άφηναν στην οικονομία: τη βαθιά ύφεση μαζί με όλα τα συνοδευτικά της, την ανεργία και τις διευρυμένες ανισότητες, ιδίως σε θέματα πλούτου και ακίνητης περιουσίας.
Επειδή τώρα οι κρίσεις ήταν διαδοχικές και πριν τελειώσει η μία άρχιζε η άλλη, οι νεότερες γενιές υπέστησαν και τις τρεις στο έπακρο, χωρίς ευκαιρία διαφυγής και προσαρμογής – εκτός φυσικά από το να φύγουν στο εξωτερικό όπως τις δεκαετίες 1950 και 1960.
Κατά συνέπεια, όσα μετεκλογικά σενάρια και να γίνουν, όσες βιτριολικές επιθέσεις και να εκτοξεύονται στην πολιτική ζωή, να ξέρουμε ότι η κατάσταση της νέας γενιάς δεν θα βελτιωθεί αν δεν βρούμε έναν τρόπο συστηματικό και αξιόπιστο για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας και την έλευση μιας νέας εποχής ευκαιριών και δικαιωμάτων.
Ήδη το προγραμματικό πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ φαίνεται ότι προκαλεί κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον, αφού και τα δύο μεγαλύτερα κόμματα έσπευσαν να υιοθετήσουν τις προτάσεις του για στεγαστική πολιτική στα νέα ζευγάρια, συμβάλλοντας έτσι στη δημογραφική αναγέννηση της χώρας, πριν καταλήξει χώρος γερόντων. Ισως και σε άλλα θέματα που προτείνονται – από τη βιομηχανική ανασυγκρότηση έως μια μόνιμη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και από τα ενεργειακά δίκτυα έως την καταπολέμηση της οικογενειοκρατίας στους θεσμούς – εκδηλωθεί ανάλογο ενδιαφέρον και τότε πραγματικά μπορούμε να λέμε ότι κάτι ουσιαστικό αλλάζει στον πολιτικό λόγο.
*Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι Επικεφαλής του ΙΝΣΟΣΙΑΛ, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Υπουργός. Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 14/5/2022