Καπνοί και καθρέφτες
Του Παύλου Τσίμα*
Ο κύβος, φαίνεται, ερρίφθη, η απόφαση ελήφθη, οι εκλογές- κατά την διατύπωση του πρωθυπουργού- «δεν θα αργήσουν πολύ». Κάποια στιγμή, μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επισκεφθεί την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θα της προτείνει την διάλυση της Βουλής «για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας», όπως απαιτεί το άρθρο 41 του Συντάγματος.
Ο προσδιορισμός του συγκεκριμένου «σημαντικού εθνικού θέματος», που θα επικαλεστεί, μικρή σημασία έχει. Εδώ και κάμποσα χρόνια, οι εισηγούμενοι πρόωρη διάλυση της Βουλής πρωθυπουργοί ελάχιστα νοιάζονταν για την διατύπωση ενός ευπρόσωπου λόγου, ώστε να τηρούνται τα συνταγματικά προσχήματα. Τον Αύγουστο του 2007 ο Κώστας Καραμανλής- καλή του ώρα- είχε ζητήσει να διαλυθεί η Βουλή ώστε να καταρτιστεί ο προϋπολογισμός του 2008 με νωπή εντολή(!). Και ο Αλέξης Τσίπρας το 2019 είχε επικαλεστεί τον κίνδυνο που εγκυμονούσε για την οικονομία μια παρατεταμένη εκλογική περίοδος, την οποία είχε εγκαινιάσει ο ίδιος, με την δήλωσή του, το βράδυ των ευρωπαϊκών εκλογών. Αυτές τις εκλογές, άλλωστε, αν διεξαχθούν στις 9 Απριλίου, μετά βίας θα τις λέγαμε πρόωρες. Και κανείς δεν έχει αντίρρηση στην μικρή επίσπευσή τους.
Μένει, βέβαια, να προσδιοριστεί το πραγματικό επίδικο των εκλογών. Το ερώτημα στο οποίο τα πολιτικά κόμματα καλούνται να προτείνουν απαντήσεις. Το περιεχόμενο που θα (έπρεπε να) δώσουν στο αίτημά τους για την εξουσία. Θα πρότεινα όχι ένα, μα τρία ερωτήματα.
Ερώτημα πρώτο. Σε ένα διεθνές περιβάλλον, όπου οι τεκτονικές πλάκες κινούνται με βιαιότητα μεγαλύτερη από εκείνη που προκάλεσε την βιβλική καταστροφή στην Τουρκία, κανένα από τα τρία «συστημικά» κόμματα εξουσίας δεν προτείνει εναλλακτική στην συναινετικά διαμορφωμένη «εθνική» επιλογή: Πολιτικά, οχύρωση στην Ευρώπη. Στρατιωτικά, ένταξη στην αμερικανική ομπρέλα. Υπάρχει εναλλακτική; Και αν όχι, που προφανώς όχι, πώς, με ποιες πρωτοβουλίες, η συμμετοχή στον σκληρό πυρήνα των ευρωπαϊκών εξελίξεων βελτιώνει την θεση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό; Και πως, με ποιο σχέδιο, εντάσσουμε σε αυτήν την στρατηγική την αντιμετώπιση μιας αναθεωρητικής Τουρκίας; Και πόσο έτοιμοι είμαστε να αξιοποιήσουμε μια ευκαρία- αν μας δοθεί, αν η μετασεισμική κατάσταση της Τουρκίας μας την δώσει- για ουσιαστική εμπλοκή σε λυσιτελή διάλογο με την Άγκυρα; Την αξιοποιούμε ή κλωτσάμε το τενεκεδάκι, περιμένοντας, ως συνήθως, να βελτιωθούν οι συσχετισμοί κάποτε στο μέλλον;
Ερώτημα δεύτερο. Διανύουμε μια δεκαετία πρωτοφανούς ευκαιρίας για την ελληνική οικονομία. Ο δράκος του χρέους- εκείνος για τον οποίος είχε κάποτε πει ο Ανδρέας πως «ή θα τον σκοτώσουμε ή θα μας σκοτώσει»- βρίσκεται σε δεκαετή χειμερία νάρκη. Με μηδενικό, σχεδόν, επιτοκιακό κίνδυνο και αυξημένη ανθεκτικότητα, το δημόσιο χρέος, ακόμη και αν αυξάνεται λόγω αλλεπάλληλων κρίσεων, διακρατείται από δημόσιους, κρατικούς και υπέρ-κρατικούς φορείς, με σταθερά και χαμηλά επιτόκια και μακρά περίοδο ωρίμανσης. Αλλά αυτή η ωραία εποχή κάποτε, στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, θα τελειώσει. Από το αποστειρωμένο, προστατευμένο περιβάλλον θα βρεθούμε ξανά εκτεθιμένοι στους ιούς των αγορών. Πώς αξιοποιούμε αυτό τον σύντομο χρόνο στην θερμοκοιτίδα για να βελτιώσουμε δημοσιονομικά δεδομένα, να μεταρρυθμίσουμε λειτουργίες που επιδρούν αρνητικά στις επενδύσεις και την ανάπτυξη (η απονομή της δικαιοσύνης είναι το πρώτο που έρχεται στο μυαλό), να αλλάξουμε παραγωγικό πρότυπο και να θωρακίσουμε το ανοσοποιητικό σύστημα της οικονομίας, ώστε να μην ξαναζήσουμε το δράμα του 2008-2009;
Ερώτημα τρίτο. Από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας αυτού του αιώνα είχε προβάλει ο κίνδυνος μιας μεγάλης διαγενεακής ρήξης, ο κίνδυνος να χωριστούμε, με βάση τα ληξιαρχικά μας δεδομένα, σε «κανίβαλους» και «βρυκόλακες», όπως το είχε προσδιορίσει κάποτε ο Μίμης Ανδρουλάκης. Η ραγδαία απόκλιση εκλογικής συμπεριφοράς νεότερων και μεγαλύτερων στις εκλογές του 2007, οι μεγάλες φοιτητικές κινητοποίησεις του ίδιου εκείνου χρόνου και η έκρηξη που προκάλεσε η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου ένα χρόνο αργότερα ήταν πρόδρομα σημάδια μιας ρήξης που η κρίση παρόξυνε. Πώς επουλώνεται η πληγή; Πώς το εκπαιδευτικό σύστημα- ο μεγάλος ασθενής της χώρας- μεταρρυθμίζεται ώστε να πάψει να λειτουργεί σε έναν φαύλο κύκλο ανεκλπήρωτων υποσχέσεων και ματαιωμένων προσδοκιών;
Θα ήταν ενδιαφέρον- αλλά ομολογώ πως δεν έχω ιδέα πως να τα καταφέρει κανείς- να οργανωνόταν ένας ουσιαστικός προεκλογικός διάλογος γύρω από ερωτήματα σαν αυτά. Μα φοβάμαι πως πρέπει να συμβιβαστούμε με λιγότερα. Ο προεκλογικός διάλογος φαίνεται προορισμένος να χαθεί σε μια κουρδισμένη αντιπράθεση προπαγανδιστικών ευρημάτων και τεχνασμάτων, προορισμένων να ξεγελάσουν εμάς, τους θεατές του, με «καπνούς και καθρέφτες».
Το παράδοξο είναι πως, όπως έγραφε τις προάλλες ο Νίκος Χριστοδουλάκης, καταγράφοντας τις θέσεις που διατύπωσαν πριν την τελευταία ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής, οι ηγέτες των τριών «συστημισκών» κομμάτων, Μητσοτάκης, Τσίπρας και Ανδρουλάκης, οι τοποθετήσεις τους ελάχιστα αποκλίνουν. «Αν», έγραφε, «κάνουμε ένα διανοητικό πείραμα, βάζοντας μαζί και τις τρεις εισηγήσεις, θα πάρουμε μια ολοκληρωμένη, υπεύθυνη και ρεαλιστική πρόταση για το πώς θα έπρεπε να κινηθεί τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η ελληνική οικονομία τα επόμενα πολλά χρόνια». Μα ακριβώς επειδή η πραγματικότητα προσγειώνει τις αντίπαλες πολιτικές θέσεις σε αναπόφευκτους, αυτονόητους σχεδόν, κοινούς τόπους, ακριβώς γιαυτό, η σύμπτωση πρέπει να αποσιωπηθεί, η ένταση να καλιεργηθεί μέχρις ακραίας τοξικότητας, οι συναινέσεις και, πολύ περισσότερο, οι κυβερνητικές συνεργασίες να εμφανιστούν ως αδύνατες, απαγορευμένες. Κι έτσι ετοιμαζόμαστε να διαβούμε την προεκλογική αίθουσα με τους καπνούς και τους καθρέφτες.-
*Ο Παύλος Τσίμας είναι δημοσιογράφος, το άρθρο του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 24.02.2023