• : info@in-social.gr

Η ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης

Του Γιώργου Γιαννουλόπουλου*

Το αν θα επαναπατριστούν τα μάρμαρα της Ακρόπολης και υπό ποιους όρους δεν το γνωρίζω. Πολλά λέγονται και γράφονται, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βρετανία. Το πού θα κάτσει η μπίλια, θα το μάθουμε όταν έρθει η ώρα. Αντί για προβλέψεις λοιπόν, θα άξιζε ίσως τον κόπο να δούμε από πιο κοντά τις αντιδράσεις των δύο μεγάλων κομμάτων και κατ’ επέκταση τα βασικά χαρακτηριστικά και την ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα σήμερα.

Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στον νου είναι τα λόγια του Άγγελου Ελεφάντη. Φαντάσου, μου είπε κάποτε, μια μεγάλη ταβέρνα γεμάτη κόσμο. Ξαφνικά κόβεται το ρεύμα και μέσα στο μαύρο σκοτάδι ξεσπάει ένας καβγάς τρικούβερτος. Το ρεύμα επανέρχεται και κάποιος σε ρωτάει: πώς ξεκίνησε το επεισόδιο και ποιος ευθύνεται; Ως γνωστόν ο μακαρίτης δεν απέφευγε τους καβγάδες. Το αντίθετο θα έλεγα. Φρόντιζε όμως πάντα η μαχητικότητα να βασίζεται σε επιχειρήματα, τα οποία, ήθελες δεν ήθελες, θα στα έλεγε. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη.

Πώς καυγαδίζουμε πολιτικά σήμερα; Αν πάρουμε για παράδειγμα τα μάρμαρα του Παρθενώνα, η κατάσταση έχει ως εξής: η κυβέρνηση θέλει να μας πείσει ότι η επιστροφή τους είναι μια «εθνική» επιτυχία και συνεπώς δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο μικροπολιτικής εκμετάλλευσης. Ακούγεται σωστό και σοβαρό. Ας αναρωτηθούμε όμως: η κυβέρνηση δεν θα κάνει τα πάντα για το εισπράξει πολιτικά, ενώ πλησιάζουμε στις εκλογές; Και κατά μείζονα λόγο, αν αντιστρέψουμε τους όρους, τι θα έκανε η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση; Την απάντηση την ξέρουμε. Γιατί όλοι θυμόμαστε πώς αντέδρασε όταν ένα άλλο πρόβλημα που δηλητηρίασε επί δεκαετίες την πολιτική ζωή της χώρας λύθηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Για να περάσουμε στην αντίπερα όχθη της δικομματικής αντιπαράθεσης, αν η προοπτική επιστροφής των μαρμάρων προέκυπτε με τον Αλέξη Τσίπρα στο Μαξίμου, αυτοί που σήμερα ψάχνουν εναγωνίως να βρουν ψεγάδια στη θρυλούμενη συμφωνία δεν θα αποθέωναν τον «άπαιχτο» και «άχαστο» ηγέτη που «τον έχει τον Κούλη»; Δεν θα το εκμεταλλεύονταν πολιτικά;

Δεν χρειάζεται πολλή και βαθιά σκέψη για να διαπιστώσουμε ότι στην πολιτική κάποια πράγματα είναι σωστά και καλά όταν τα κάνουμε εμείς, αλλά ολέθρια και επικίνδυνα όταν τα κάνουν οι απέναντι. Το οποίο σημαίνει ότι αμφότεροι οι δικομματικοί μονομάχοι προσβάλλουν τη νοημοσύνη μας. Και δυστυχώς την προσβάλλουν επειδή εμείς τους δίνουμε τη δυνατότητα να το κάνουν. Φυσικά υπάρχει και η λογική του μείζονος και ελάσσονος, υπό την έννοια ότι αυτό που μετράει είναι ο απώτερος σκοπός, ο οποίος αγιάζει τα μέσα. Τι σημασία έχουν οι αντιφάσεις και οι ανακολουθίες όταν το μόνο κριτήριο είναι το τι μας ωφελεί ή μας βλάπτει βραχυπρόθεσμα;

Και όμως, μερικές φορές η ποιότητα της κομματικής αντιπαράθεσης καθορίζει την τελική έκβαση του παιχνιδιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι υποκλοπές. Εκτός Ελλάδας, το όλο πράγμα θα επέφερε παραιτήσεις, αν όχι πτώση της κυβέρνησης. Διότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε ο ίδιος να αναλάβει την επίβλεψη αυτού του τόσο νευραλγικού και ομιχλώδους τομέα της διακυβέρνησης. Αρα ανέλαβε και την ευθύνη για τα όποια λάθη που σίγουρα έγιναν. Παραδόξως όμως η φθορά που υπέστη η Νέα Δημοκρατία αποδείχθηκε μικρή. Και επιπλέον δεν την καρπώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Γιατί άραγε; Τις δικαιολογίες περί λίστας Πέτσα τις αντιπαρέρχομαι ως προσχηματικές και αναμενόμενες. Νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει επιτέλους να καταλάβει και να αποδεχθεί ότι για τις αδυναμίες και τα σφάλματά του δεν φταίει πάντα κάποιος άλλος. Νομίζω επίσης ότι τον τάφο του τον έσκαψε ο ίδιος. Και για να γίνω πιο σαφής αναφέρομαι στην τάση να υπερβάλλει, να λέει συνεχώς «Οχι», να φέρνει κάθε μέρα την καταστροφή, να καταγγέλλει ως εγκλήματα κάποια πράγματα με τα οποία απλώς διαφωνεί, να στιγματίζει ως ακροδεξιούς τους νεοδημοκράτες, να υπαινίσσεται ότι η χώρα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής κοκ. Κι όλα αυτά ακατάπαυστα και στη διαπασών.

Ετσι όμως, η πολιτική αντιπαράθεση δεν οδηγεί πουθενά – απλώς ευτελίζεται. Γίνεται μανιέρα, γίνεται ύφος που ενθουσιάζει τους πολύ δικούς σου, αλλά δεν αγγίζει τους υπόλοιπους που παραμένουν περισσότεροι. Οσο παράξενο και να ακούγεται, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μάλλον θα επιζήσει, όχι επειδή δεν έφταιγε, αλλά γιατί οι αντίπαλοί του δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ότι ενίοτε η ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης κάνει τη διαφορά.

ΥΓ. Το παρόν μπορεί να διαβαστεί ως μεταγλώττιση μιας γελοιογραφίας του Αντρέα Πετρουλάκη. Λέει ο Τσίπρας στον Αη Βασίλη: «Εγώ για το 2023 θέλω να με πας στου Μαξίμου». Και η απάντηση: «Στο Μαξίμου σε πάω. Είσαι το δώρο του Μητσοτάκη».

Γιώργος Γιαννουλόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην «Εφημερίδα των Συντακτών» 21.1.2023

[Η γελοιογραφία του Α. Πετρουλάκη από την Καθημερινή 31.12.2022, στην οποία αναφέρεται στο άρθρο]

Share :

Post a Comment