Εγχειρίδιο (μη) συναινέσεων
Του Γιώργου Παπούλια*
Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της ενισχυμένης αναλογικής και των ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων η ευρύτερη πολιτική συναίνεση κατά την ψήφιση νομοσχεδίων έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα. Ακριβώς επειδή η κυβέρνηση έχει την δυνατότητα να νομοθετεί με την αρχή της δεδηλωμένης, η ίδια οφείλει να διαμορφώνει το πολιτικό περιβάλλον και τις προϋποθέσεις μέσα στις οποίες μπορεί να ευδοκιμήσουν συνθήκες ευρύτερης συναίνεσης και να αποσπάσει τις ψήφους των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Στοιχειώδη δεδομένα και πρακτικές λειτουργίας του πολιτικού συστήματος τα οποία αναφέρονται μόνο και μόνο επειδή έφτασαν στον καιρό της μεταπολιτικής να διαστρεβλώνονται και να μεταλλάσσονται.
Στο προκείμενο νομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας για την δυνατότητα λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων και παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα υπήρχε εκ των προτέρων πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια ουσιαστικής πολιτικής συναίνεσης. Τουλάχιστον ένα κόμμα της αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ, είχε εκφράσει με τον πλέον επίσημο τρόπο μέσω του αρχηγού του Νίκου Ανδρουλάκη πως δεν θα σταθεί εμπόδιο στην αναθεώρηση των δεδομένων που ισχύουν μέχρι σήμερα, πως είναι κατά των απαγορεύσεων και υπέρ των ρυθμίσεων δηλώνοντας εμφατικά παρών στην επικείμενη συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16.
Αντί λοιπόν αυτή η χαρακτηριστική ευκαιρία διαμόρφωσης μιας ισχυρής πολιτικής συναίνεσης να ενεργοποιήσει τις κατάλληλες κυβερνητικές πρωτοβουλίες που θα την θεμελίωναν, ακολουθήθηκε από το υπουργείο παιδείας ο,τι ήταν δυνατό για να αποτραπεί. Η τακτική και οι ενέργειες που αποφάσισε να εφαρμόσει το υπουργείο μέχρι και την στιγμή της ψήφισης του νομοσχεδίου μπορούν να μνημονευθούν ως ένα εγχειρίδιο για την αποφυγή της συναίνεσης.
Ο σημερινός κάτοχος του αξιώματος δεν θέλησε να παραδειγματιστεί από τα εμβληματικά παραδείγματα διαλόγου πριν την νομοθέτηση αλλαγών στην ανώτατη εκπαίδευση από δύο αξιομνημόνευτες προκατόχους του, πρώην υπουργούς παιδείας. Αφενός την αείμνηστη Μαριέττα Γιαννάκου με την πολύμηνη ενεργοποίηση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας πριν νομοθετήσει διοικητικές αλλαγές στα ΑΕΙ το 2007, αφετέρου την Άννα Διαμαντοπούλου με την υποδειγματική και πολύπλευρη διαβούλευση, πέραν του ενός έτους, η οποία οδήγησε στην υπερψήφιση του νόμου 4009 του 2011 με ιστορική κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Με τον σχεδόν ελάχιστο διάλογο το υπουργείο παιδείας όχι μόνο δεν διεκδίκησε την στοιχειώδη συνεννόηση για το προκείμενο νομοσχέδιο αλλά υπονόμευσε ήδη και την διακομματική προετοιμασία και συνεννόηση ενόψει του ανοίγματος διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης. Μήπως όμως ο κυβερνητικός στόχος δεν ήταν τελικά ποτέ η επί της ουσίας συναίνεση;
Μήπως ο πιθανός εκτενής διάλογος θα αναδείκνυε όλες τις αδυναμίες του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, ιδιαίτερα όσον αφορά τις συνταγματικές ακροβασίες και τον ανοχύρωτο μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα των προβλεπόμενων νομικών προσώπων – ιδρυμάτων και ανέτρεπε έτσι τυχόν ειλημμένες κυβερνητικές δεσμεύσεις; Κάτι τέτοιο πρόλαβε να φανεί πάντως από το σύντομο διάστημα που κατάφεραν να συζητηθούν και να διακινηθούν οι θέσεις φορέων πανεπιστημιακών και φοιτητών αλλά και του ΠΑΣΟΚ και άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, εντός κι εκτός βουλής.
Μήπως, σε επικοινωνιακό επίπεδο, η κυβέρνηση εξυπηρετείται από την μονοκομματική ψήφιση των νομοσχεδίων που η ίδια βαφτίζει «μεταρρυθμίσεις» προκειμένου να συντηρεί την τεχνητή εικόνα της μοναχικής μεταρρυθμιστικής δύναμης; Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που υποδαυλίζεται η προαναγγελθείσα από την αντιπολίτευση συναίνεση, με νωπό ακόμα το παράδειγμα των τεχνασμάτων που δυναμίτισαν στο παρά πέντε της ψηφοφορίας την επιστολική ψήφο των αποδήμων.
Το υπό συνεχή αναδιαμόρφωση πολιτικό σκηνικό, σε συνδυασμό με την καταφανώς μονοδιάστατη επικοινωνιακή ισχύ της κυβέρνησης, μπορούν να της δίνουν την αίσθηση ότι μπορεί να πορεύεται συνεχώς μέσω τακτικισμών που θα της διασφαλίζουν και την πίτα ολόκληρη (διευθέτηση συμφερόντων) και τον σκύλο χορτάτο (μεταρρυθμιστικό αφήγημα). Από την συγκροτημένη όμως, προγραμματική και με αντιπαραβολή θέσεων, τοποθέτηση της αντιπολίτευσης μπορούν να τεκμηριώνονται οι αναγκαίες δημοκρατικές αντιστάσεις και να αναδεικνύονται οι ακριβείς στοχεύσεις των κυβερνητικών πολιτικών. Άλλωστε, στο επωφελές, για τομείς όπως η παιδεία, ζητούμενο της συναίνεσης, άλλοι δήλωσαν εγκαίρως παρόντες και άλλοι φρόντισαν να κρατήσουν τις πόρτες του διαλόγου εμφατικά κλειστές.
*Ο Γιώργος Παπούλιας είναι Πολιτικός Επιστήμονας, Διευθυντής του InSocial. Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην efsyn.gr 07.03.2024