Ανεξαρτησία σε πίεση και προς απόδειξη
Του Κώστα Μποτόπουλου*
Αρκετά θεσμικά προβλήματα δημιούργησαν, ως μη όφειλαν, οι πρόσφατες αποφάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για τοποθετήσεις μελών στο ΕΣΡ (Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο) και την ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών).
Ακριβώς επειδή με αυτές τις αποφάσεις εγκαινιάστηκε η λειτουργία των ανεξάρτητων Αρχών υπό το νέο, μετά την αναθεώρηση του 2019, συνταγματικό καθεστώς, η διαδικασία θα έπρεπε να ήταν άψογη, ενώ δεν ήταν.
Η πρόβλεψη του αναθεωρημένου άρθρου 101 Α, παρ. 2, για επιλογή των προσώπων που συγκροτούν τις ανεξάρτητες Αρχές με πλειοψηφία 3/5 -και όχι 4/5, όπως στην προ της αναθεώρησης διάταξη- των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων, απέτρεψε ένα πολύ πιθανό, υπό τις παλαιές συνθήκες, μπλοκάρισμα. Όμως το «χαμήλωμα του κατωφλιού» δεν έπρεπε να αφήσει καμία υποψία εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων, όπως δυστυχώς συνέβη.
Η αμφισβήτηση του αριθμητικού προσδιορισμού της απαιτούμενης πλειοψηφίας θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος να αποφευχθεί.
Ακούγεται σαν άσκηση μαθηματικών της τρίτης δημοτικού, αλλά έχει σημαντικές θεσμικές επιπτώσεις: Επί 26 παριστάμενων μελών της Διάσκεψης των Προέδρων, ποια είναι η απαιτούμενη πλειοψηφία των 3/5 -οι 16 ψήφοι υπέρ ή οι 17, με δεδομένο ότι τα 3/5 των 27 μας κάνουν 16,2, δηλαδή μη ακέραιο αριθμό κατά τι ανώτερο του 16; Διάταξη ή κατευθυντήρια γραμμή που να λύνει το πρόβλημα δεν υπάρχει και το ζήτημα λύθηκε με παρέμβαση του Προέδρου της Βουλής υπέρ της άποψης ότι αρκεί ο αριθμός των 16.
Όμως, η άποψη αυτή, παρότι, δια στόματος Προέδρου, έχει μαζί της «μια παράδοση 20 χρόνων», παραμερίζει, με υπερβολική κατά τη γνώμη μου ευκολία, μια σειρά από θεσμικά δεδομένα. Η συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε σε επιλογή προσώπων, συνδεόμενη με την ανεξαρτησία τους και με σαφή συνταγματική πρόθεση να υπάρξει η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν χωρεί χρήση του κανόνα «υπέρ του μαθητή» (το 0,2 είναι πιο κοντά στο 16 παρά στο 17), δεν νοείται «0,2% άνθρωπος», δεν μπορεί να «επιλύει» το ζήτημα μόνος του ο Πρόεδρος της Βουλής (που είναι και Πρόεδρος της Διάσκεψης των Προέδρων ) και δεν είναι διόλου βέβαιο ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ερμηνευτικός οδηγός για «παράλειψη του κλάσματος» σε ψηφοφορίες εντός της Διάσκεψης των Προέδρων το άρθρο 74 του Κανονισμού της Βουλής, που κάνει λόγο για ψηφοφορίες της «Ολομέλειας ή Τμήματος διακοπών της Βουλής» και όχι για την επιλογή προσώπων.
Σε κάθε περίπτωση, και καθ’ υπέρβαση των μαθηματικών, ορθότερο θα ήταν, προκειμένου περί τέτοιου είδους αποφάσεων, να αναζητείται η λύση με την οποία θα μπορούσαν να συμφωνήσουν όλοι και όχι μια «διχαστική» λύση ενόψει της επίτευξης πρακτικού-πολιτικού αποτελέσματος.
Υπήρξε αδικαιολόγητη βιασύνη και έλλειψη εσωτερικής συνεννόησης.
Η συνεδρίαση της Διάσκεψης των Προέδρων έλαβε χώρα μία μέρα πριν από προγραμματισμένη, κατόπιν αναβολής μάλιστα, συνεδρίαση της ΑΔΑΕ για την κρίσιμη «υπόθεση των υποκλοπών» και εκκρεμούσης πρότασης του Προέδρου της Αρχής για επιβολή προστίμου στην ΕΥΠ. Η τόσο μεγάλη χρονική εγγύτητα μεταξύ διορισμού των νέων μελών και συζήτησης ενός τόσο σοβαρού θέματος δεν συνιστά καλή πρακτική ούτε από θεσμική, ούτε από διαδικαστική, ούτε από δημοκρατική άποψη. Το επιχείρημα ότι η θητεία ορισμένων μελών είχε λήξει και η αναπλήρωση έπρεπε να γίνει το συντομότερο δυνατό είναι μάλλον τυπικιστικό: η θεσμική ουσία είναι εκείνη που (θα όφειλε να) έχει πρωτεύουσα σημασία, ενώ, στο πολύ άμεσο παρελθόν, είχαν λάβει χώρα πολύ μεγάλες καθυστερήσεις. Ούτε η «ευκαιρία» να αναπληρωθούν, στην ίδια συνεδρίαση της Διάσκεψης των Προέδρων, τα μέλη τόσο της ΑΔΑΕ όσο και του ΕΣΡ, συνιστά, κατά τη γνώμη μου, πειστικό επιχείρημα, με κριτήριο πάντα την ουσία των θεσμών.
Εντέλει, η ανεξαρτησία των Αρχών υπό τη νέα τους σύνθεση θα κριθεί στην πράξη.
Κρίσιμο στοιχείο είναι ότι στο αμέσως προσεχές μέλλον οι δυο Αρχές θα αποφασίσουν για μεγάλης σημασίας εκκρεμή ζητήματα: η μεν ΑΔΑΕ για πρόστιμο 100.000 ευρώ κατά της ΕΥΠ στην υπόθεση των υποκλοπών, το δε ΕΣΡ για πρόστιμο 2.000.000 ευρώ κατά του κόμματος «Ελληνική Λύση», οι εκπρόσωποι του οποίου ψήφισαν υπέρ του διορισμού των νέων μελών και στις δυο Αρχές.
Οποιαδήποτε υποψία ότι άλλαξε η σύνθεση της ΑΔΑΕ για «να πέσει στα μαλακά η ΕΥΠ» θα πρέπει να διασκεδαστεί από το σκεπτικό της απόφασης, που δεν προκαταλαβάνεται, αλλά και δεν επιτρέπεται να είναι αυθαίρετο –και άρα δεν μπορεί να παραγνωρίσει, ή οφείλει να ανατρέψει, το γεγονός ότι η ΕΥΠ δεν συνεργάστηκε με την Αρχή και κατέστρεψε, αντί να καταθέσει, τα στοιχεία του σχετικού με τις υποκλοπές φακέλου. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση του ΕΡΣ, αφού η «πολιτική σχέση» -ψήφος εκπροσώπων της «Ελληνικής Λύσης» με απόφαση επί θέματος που αφορά άμεσα την «Ελληνική Λύση»- είναι παραπάνω από εμφανής. Ειδικά περί της ΑΔΑΕ υπάρχει και ένα άλλο σημαντικό ζήτημα: οποιοσδήποτε εξαναγκασμός, ή «πίεση», άμεση ή έμμεση, για παραίτηση του Προέδρου της Αρχής, του οποίου η θητεία δεν έχει λήξει και άρα παραμένει στη θέση του, θα ήταν όχι απλώς αντιθεσμική αλλά αντίθετη στην ίδια την έννοια της ανεξαρτησίας.
Είναι κρίμα που ξεκινούν έτσι τη θητεία τους οι δυο σημαντικές Αρχές -αλλά ίσως είναι και ευκαιρία γι’ αυτές να αποδείξουν ότι σκοπεύουν και μπορούν να σταθούν στο θεσμικό ύψος τους.
*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε αρχικά στο Kreport.gr 30.9.2023